*όπου ''Ενός'' στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ''άνθρωπος''. Έν=Ένα=One=Ο.Ν.Ε.=Ο.Η.Ε=UN=Γυνή=Οίνος=Venus/Αφροδίτη.

Η ''Πλειοψηφία του Ενός'' δεν αναφέρεται μόνο στο γεγονός ότι στην ζυγαριά της οικονομίας οι πολλοί βουλιάζουν και ο ένας διασώζεται αλλά, επιπροσθέτως, σημαίνει ότι αυτός ο ένας (1) άνθρωπος διασώζει κυρία και έλκει το πλοίο της κυβέρνησης, τον κύβο που ερρίφθη και βυθίζεται (όπως ακριβώς σε μιαν ζυγαριά όπου η μάζα των πολλών χάνεται λόγω του βάρους). Η βάση της ερευνητικής μεθόδου στηρίζεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία και την έκδοση αποτελεσμάτων μετρήσεων, ερευνών, ψηφοφορίας, εκλογής στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Κ. που διασώζουν μιαν χώρα -άνευ δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο)- από την ανισορροπία του Δημοσίου και από το “φούντο” του ταμείου της, δηλ. το Δ.Ν.Τ., με βάση τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το εσωτερικό δίκτυο INNERNET πληρωμής της εργασίας των Ελλήνων κατ' οίκον: είναι το μοναδικό οικονομικό και τραπεζικό σύστημα στον κόσμο που λειτουργεί ως ραδιο-τηλεοπτικό κανάλι θετικών ειδήσεων και νέων μέσω προγραμμάτων και ταινιών με σκοπό την επικοινωνία με το κοινό. Αφενός χρησιμεύει ως Τράπεζα (Data Bank) πληροφοριών, δεδομένων και αίματος με προσωπική περιουσία 300 τρις Φοινίκων και αφετέρου βασίζεται στους θεσμούς της Ελεύθερης Οικονομίας ("Free Market"), στην απόλυτη τραπεζική πίστη, στο επιτόκιο Labor και στο ελληνικό νόμισμα οίκου (I.Q., συμβολική ονομασία για τον Φοίνικα, ο οποίος είναι το νόμισμα των Ελλήνων που αγαπούν την πατρίδα τους, που γνωρίζουν επαρκώς αρχαία και νέα Ελληνικά, Λατινικά, Αγγλικά, Γαλλικά κ.τ.λ., αγαπούν την έντεχνη μουσική, ελληνική και ξένη, και την ίδια την Τέχνη ενώ, με βάση την κατά κεφαλήν καλλιέργεια του Α.Ε.Π. αποτελεί την πλέον ανθούσα οικονομία στην Ευρώπη). Πρόκειται για μιαν νομισματική μονάδα που χαμηλότερη από αυτήν στον κόσμο σε αξία πλούτου δεν υπάρχει διότι πρωτίστως η νοημοσύνη και το νόμισμα των πολιτών που την χρησιμοποιούν δεν υποτιμάται ΠΟΤΕ: ειδικότερα, στηρίζεται στο νόμισμα της Αναγέννησης -ο Φοίνιξ- με βάση την ρήτρα E.C.U., δηλαδή 1 Φοίνιξ=3 Δολλάρια ενώ το Ευρώ υπολογίζεται με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των υπολοίπων νομισμάτων με βάση το E.C.U., το E.C.U. όμως υπολογίζεται ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ!

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ» - ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

“TRIBUNE” 3 Μαρτίου 1944

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Πριν από μερικές εβδομάδες, μια Καθολική –αναγνώστρια της “Tribune”– έστειλε μιαν επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον μιας κριτικής που δημοσιεύθηκε από τον κ. Charles Hamblett. Είχε αντιρρήσεις ως προς τις παρατηρήσεις του για την Αγία Τερέζα και για τον Άγιο Ιωσήφ του Κοπερτίνο της Ιταλίας, τον άγιο που κάποτε πέταξε γύρω από έναν καθεδρικό ναό, μεταφέροντας στην πλάτη του έναν επίσκοπο.
Εγώ απάντησα για να υπεραμυνθώ του κ. Χάμπλετ και έλαβα, σε ανταπόδοση, μιαν ακόμη πιο οργισμένη επιστολή.
Το γράμμα αυτό εγείρει ευάριθμα σημεία πολύ μεγάλης σημασίας και τουλάχιστον ένα εξ αυτών μου φαίνεται πως χρήζει συζητήσεως.
Ο συσχετισμός των ιπτάμενων αγίων με το Σοσιαλιστικό κίνημα μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να μην είναι πολύ ευδιάκριτος αλλά νομίζω ότι μπορώ να αποδείξω ότι η σημερινή νεφελώδης κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Χριστιανική φόρμουλα διδασκαλίας έχει σοβαρές επιπτώσεις, τις οποίες δεν έχουν αντιμετωπίσει ούτε οι Χριστιανοί ούτε οι Σοσιαλιστές.
Η ουσία της επιστολής της αναγνώστριάς μας είναι ότι δεν έχει καμία σημασία εάν η Αγία Τερέζα και οι υπόλοιποι ιπτάμενοι άγιοι πέταξαν στον αέρα ή όχι: αυτό που έχει σημασία είναι ότι «η θεώρηση της Αγίας Θηρεσίας για τον κόσμο άλλαξε την πορεία της ιστορίας». Θα μπορούσα αυτό να το αποδεχθώ.
Έχοντας ζήσει σε μια χώρα της Ανατολής, ανέπτυξα μιαν ορισμένη αδιαφορία ως προς τα θαύματα –και γνωρίζω καλά ότι το να πιστεύει κανείς σε πλάνες ή ακόμα και το να είναι κανείς εντελώς παρανοϊκός συμβιβάζεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με αυτό που αποκαλείται (με μεγάλο βαθμό ελευθερίας) μεγαλοφυΐα.
Για παράδειγμα, ο William Blake ήταν, κατά την γνώμη μου, παράφρων.
Η Ζαν ντ’ Αρκ ήταν μάλλον τρελλή.
Ο Νεύτων πίστευε στην αστρολογία, ο Στρίντμπεργκ πίστευε στην μαγεία.
Τα θαύματα των αγίων είναι, ωστόσο, ένα ζήτημα δευτερεύον.
Εξάλλου, από την επιστολή της αναγνώστριάς μας διαφαίνεται πως ακόμη και τα πιο κεντρικά δόγματα της Χριστιανικής θρησκείας δεν θα πρέπει να γίνονται αποδεκτά κατά κυριολεξίαν.
Δεν έχει, για παράδειγμα, σημασία εάν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς Χριστός.
Η μορφή του Χριστού (μύθου ή ανθρώπου ή Θεού, καμιά σημασία δεν έχει) υπερβαίνει τόσο πολύ όλες τις υπόλοιπες που απλά εύχομαι να μπορούσαν όλοι να την γνωρίσουν αυτή την εκδοχή της ζωής πριν την απορρίψουν».
Επομένως, ο Χριστός μπορεί να είναι ένας μύθος ή μπορεί να ήταν απλά ένα ανθρώπινο ον ή μπορεί η περιγραφή που του αποδίδεται στο Πιστεύω να είναι αληθής.
Καταλήγουμε, έτσι, σε αυτήν την θέση: η “Tribune” δεν θα πρέπει να γελοιοποιεί την Χριστιανική θρησκεία αλλά η ύπαρξη του Χριστού, την οποία εκατομμύρια άνθρωποι αρνούνται διακαώς, είναι ένα ζήτημα αδιάφορο.
Τώρα, είναι αυτή μια ορθόδοξη Καθολική δοξασία;
Η εντύπωσή μου είναι πως όχι.
Μπορώ να σκεφτώ γραπτά κείμενα δημοφιλών Καθολικών απολογητών όπως ο πατήρ Woodlock και ο πατήρ Ronald Knox, στα οποία διακηρύσσεται με τους ευκρινέστερους όρους ότι το Χριστιανικό δόγμα σημαίνει αυτό που φαίνεται να σημαίνει καθώς και ότι δεν θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό εύπιστα ή ευκολόπιστα, με κάποιαν μεταφορική έννοια.
Ο πατήρ Knox αναφέρεται συγκεκριμένα στην ιδέα πως δεν έχει σημασία εάν πράγματι υπήρξε ο Χριστός, χαρακτηρίζοντάς την ως μια «τρομακτική» αντίληψη.
Αυτό, όμως, που λέει η αναγνώστριά μας θα μπορούσε να βρει απήχηση σε πολλούς Καθολικούς διανοούμενους.
Αν μιλήσεις σε έναν σκεπτόμενο Χριστιανό, Καθολικό ή Αγγλικανό, βρίσκεσαι συχνά να γίνεσαι περίγελως διότι ήσουν τόσο αδαής ώστε να υποθέτεις πως πήρε ποτέ κάποιος τα δόγματα της Εκκλησίας κατά γράμμα, κυριολεκτικά.
Σου λένε πως αυτά τα δόγματα έχουν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα που εσύ είσαι πολύ ακαλλιέργητος για να τα καταλάβεις.
Η αθανασία της ψυχής δεν «σημαίνει» πως εσύ, ο Τζων Σμιθ, θα εξακολουθήσεις, ακόμα και όταν πεθάνεις, να έχεις συνείδηση.
Η ανάσταση των σωμάτων δεν σημαίνει ότι το σώμα του Τζων Σμιθ θα αναστηθεί στην πραγματικότητα –και ούτω καθεξής.
Είναι, επομένως, ικανός ο Καθολικός στοχαστής, για αμφιλεγόμενους σκοπούς και επιδιώξεις, να παίξει ένα παιχνίδι ανάξιας κολακείας επαναλαμβάνοντας τα άρθρα της Πίστεως με τους ίδιους ακριβώς όρους (ορολογία) όπως οι προπάτορές του ενώ, την ίδια στιγμή, υπερασπίζεται τον εαυτό του από την κατηγορία ότι είναι προληπτικός και δεισιδαίμων εξηγώντας ότι μιλά με παραβολές.
Ουσιαστικά, ο ισχυρισμός του, από κάθε άποψη, είναι πως, αν και ο ίδιος δεν πιστεύει κατά κανέναν πολύ αποσαφηνισμένο τρόπο εν τέλει στην ζωή μετά θάνατον, δεν έχει υπάρξει καμία αλλαγή στην Χριστιανική πίστη αφού ούτε και οι προγονοί μας δεν πίστευαν πραγματικά σε αυτήν.
Στο ενδιάμεσο, συσκοτίζεται και αποκρύπτεται ένα ζωτικώς σπουδαίο γεγονός –ότι έχει εξοβελιστεί ένα από τα ερείσματα του δυτικού πολιτισμού.
Δεν γνωρίζω εάν επισήμως έχει σημειωθεί οποιαδήποτε μεταβολή στο Χριστιανικό δόγμα.
Φαίνεται πως ο πατήρ Knox και η αναγνώστριά μας θα διαφωνούσαν επ’ αυτού.
Αυτό που γνωρίζω, όμως, είναι ότι η πίστη στην ζωή μετά θάνατον –η ατομική επιβίωση του Τζων Σμιθ που εξακολουθεί ακόμα να έχει συνείδηση του εαυτού του ως Τζων Σμιθ– είναι σε τεράστιο βαθμό πολύ λιγότερο διαδεδομένη απ’ ό,τι ήταν. Πιθανότατα, παρακμάζει ακόμα και ανάμεσα σε διακηρυγμένους Χριστιανούς: οι υπόλοιποι άνθρωποι, κατά κανόνα, δεν είναι καν πρόθυμοι να εξετάσουν την πιθανότητα πως θα μπορούσε να είναι η αλήθεια αυτή.
Οι πρόγονοί μας, ωστόσο, εξ όσων γνωρίζουμε, πίστευαν όντως σ’ αυτήν.
Εκτός από την περίπτωση που όλα όσα έγραψαν γι’ αυτήν αποσκοπούσαν στο να μας παραπλανήσουν, πίστευαν σ’ αυτήν με έναν υπερβολικά ακλόνητο, κατά κυριολεξίαν, τρόπο.
Η ζωή στην γη, όπως αυτοί την θεωρούσαν, ήταν απλά μια μικρή περίοδος προετοιμασίας για μια απεριορίστως πιο σημαντική ζωή πέραν του τάφου. Αυτή, όμως, η αντίληψη έχει εξαφανιστεί (ή εξαφανίζεται) και δεν έχουν πραγματικά αντιμετωπιστεί οι επιπτώσεις.
Σε αντίθεση με κάποιους πολιτισμούς της Ανατολής, ο Δυτικός πολιτισμός δημιουργήθηκε εν μέρει στηριγμένος στην πίστη στην ατομική αθανασία.
Αν κοιτάξει κανείς απ’ έξω την Χριστιανική θρησκεία, αυτή η πίστη φαίνεται πως είναι μακράν πιο σημαντική από την πίστη στον Θεό.
Είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί από αυτήν η δυτική σύλληψη της έννοιας του Καλού και του Κακού.
Ελάχιστη αμφιβολία υπάρχει ότι τα σύγχρονα ήθη της λατρείας της ισχύος είναι αλληλένδετα δεμένα με την αίσθηση
του σύγχρονου ανθρώπου ότι η ζωή εδώ και τώρα
είναι η μοναδική ζωή που υπάρχει.
Αν με τον θάνατο τελειώνουν όλα, γίνεται πολύ πιο δύσκολο να πιστέψεις πως είναι δυνατόν να βρίσκεσαι στην πλευρά του δίκιου, ακόμα κι αν έχεις ηττηθεί.
Ηγέτες, έθνη, θεωρίες, επιδιωκόμενοι σκοποί κρίνονται, σχεδόν αναπόφευκτα, με το κριτήριο της υλικής επιτυχίας.
Υποθέτοντας ότι μπορεί κανείς να διαχωρίσει τα δύο φαινόμενα,
Θα έλεγα ότι η παρακμή της πίστης στην προσωπική αθανασία υπήρξε τόσο σημαντική όσο η άνοδος του μηχανικού πολιτισμού.
Ο μηχανικός πολιτισμός έχει τρομακτικές δυνατότητες, όπως θα σκέφθηκες πιθανόν τις προάλλες, όταν εκπυρσοκροτούσαν τα επαναληπτικά πολυβόλα: αλλά και το άλλο πράγμα έχει επίσης τρομακτικές δυνατότητες –και δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Σοσιαλιστικό κίνημα τα έχει σκεφθεί πολύ.
Δεν θέλω να επιστρέψει η ζωή μετά θάνατον και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι πιθανόν πως θα επιστρέψει.
Αυτό στο οποίο προσελκύω την προσοχή είναι ότι η εξαφάνισή της έχει αφήσει ένα μεγάλο κενό και ότι θα οφείλαμε να αντιληφθούμε το γεγονός αυτό. Μεγαλωμένος επί χιλιάδες χρόνια με την αντίληψη ότι το άτομο επιβιώνει μετά θάνατον,
ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει μιαν αξιόλογη ψυχολογική προσπάθεια για να συνηθίσει στην αντίληψη ότι το άτομον αποσυντίθεται μετά θάνατον.
Δεν είναι πιθανόν ότι θα διασώσει τον πολιτισμό –εκτός εάν μπορέσει να εξελίξει ένα σύστημα περί Καλού και Κακού το οποίο να είναι ανεξάρτητο από τον παράδεισο και την κόλαση.
Ο Μαρξισμός, πράγματι, το καλύπτει αυτό αλλά ποτέ πραγματικά το ζήτημα αυτό δεν το έχει εκλαϊκεύσει.
Οι περισσότεροι Σοσιαλιστές ικανοποιούνται με το να καταδεικνύουν ότι από την στιγμή που θα εγκαθιδρυθεί ο Σοσιαλισμός θα είμαστε περισσότερο ευτυχισμένοι με μιαν έννοια υλική και με το να εικάζουν πως όλα τα προβλήματα καταλύονται όταν γεμίζει το στομάχι.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι το αντίθετο: όταν το στομάχι είναι άδειο, το μοναδικό μας πρόβλημα είναι το άδειο στομάχι.
Είναι όταν θα έχουμε ξεφύγει από την καταναγκαστική εργασία και την εκμετάλλευση που θα ξεκινήσουμε πράγματι να διερωτούμαστε με απορία για το ανθρώπινο πεπρωμένο και τον λόγο της ύπαρξης του ανθρώπου.
Δεν μπορεί κανείς να έχει για το μέλλον μιαν εικόνα
που να αξίζει τον κόπο, εκτός κι αν συνειδητοποιήσει πόσο πολλά έχουμε χάσει από της παρακμή του πνεύματος του Χριστιανισμού.
Ελάχιστοι Σοσιαλιστές φαίνεται να έχουν επίγνωση αυτού.
Και οι Καθολικοί στοχαστές –οι οποίοι εξαρτώνται με εμμονή από το γράμμα του «Συμβόλου της Πίστεως» ενώ διαβάζουν τα σύμβολα κάτω από τις γραμμές, δίνοντάς τους ερμηνείες που ποτέ δεν είχαν σκοπό να έχουν και υπομειδιούν σε οποιονδήποτε είναι αρκετά άδολος ώστε να υποθέσει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας εννούσαν ό,τι έλεγαν– απλώς υψώνουν σύννεφα καπνού για να αποκρύψουν από τον εαυτό τους την προσωπική τους απιστία.

«ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ» - ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Κριτική στο βιβλίο του F.J. Sheed «Κομμουνσιμός και Άνθρωπος»

“PEACE NEWS” 27 Ιανουαρίου 1939

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Το βιβλίο αυτό –μια απόρριψη του Μαρξιστικού Σοσιαλισμού από την οπτική άποψη του Καθολικισμού– είναι αξιόλογο διότι έχει γραφεί με καλή διάθεση.
Αντί να μετέρχεται της καταχρηστικής δυσφήμισης που είναι σήμερα συνηθισμένη σε όλα τα αμφιλεγόμενα θέματα που έχουν σημασία, παρέχει μια περισσότερο αμερόληπτη έκθεση του Μαρξισμού και του Κομμουνισμού απ’ ό,τι θα εμπιστευόταν κανείς τους περισσότερους Μαρξιστές για να εξέθεταν τον καθολικισμό.
Αν χωλαίνει κάπου ή αν, σε κάθε περίπτωση, τελειώνει με λιγότερο ενδιαφέρον σε σχέση με τον τρόπο που ξεκινά, αυτό συμβαίνει μάλλον διότι ο συγγραφέας είναι λιγότερο έτοιμος να παρακολουθήσει τις υποδείξεις της δικής του σκέψης απ’ ό,τι αυτές των αντιπάλων του.
Όπως διαπιστώνει με αρκετή ενάργεια, η ριζική διαφοροποίηση ανάμεσα στον Χριστιανό και στον Κομμουνιστή έγκειται στο ζητούμενο της προσωπικής αθανασίας,
Είτε αυτή η ζωή αποτελεί μια προετοιμασία για μιαν άλλη ζωή οπότε η ψυχή του ατόμου είναι υψίστης σπουδαιότητας είτε δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον οπότε το άτομο αποτελεί απλά ένα κύτταρο του γενικότερου οργανισμού, το οποίο μπορεί να αντικατασταθεί .
Αυτές οι δύο θεωρίες είναι μάλλον ασυμβίβαστες –και τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα που έχουν θεμελιωθεί πάνω τους αναπόφευκτα είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αυτό, όμως, το οποίο ο κ. Sheed δεν είναι έτοιμος να ομολογήσει είναι ότι η παραδοχή της Καθολικής τοποθέτησης υποννοεί μιαν ορισμένη προθυμία να δει κανείς να διαιωνίζονται οι τωρινές αδικίες της κοινωνίας. Φαίνεται να ισχυρίζεται ότι μια πραγματικά Καθολική κοινωνία θα συμπεριλάμβανε όλα (ή τα περισσότερα) από εκείνα στα οποία στοχεύει η Σοσιαλιστική κοινωνία –πράγμα το οποίο λιγάκι μοιάζει σαν να είναι «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος».
Η σωτηρία της ψυχής του ατόμου συνεπάγεται εξ ανάγκης την ύπαρξη της ελευθερίας, ο ορισμός της οποίας πάντοτε διευρύνεται από τους Καθολικούς συγγραφείς ώστε να συμπεριλάβει το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία.
Ωστόσο, στο στάδιο της βιομηχανικής ανάπτυξης όπου έχουμε τώρα φθάσει, το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία σημαίνει δικαίωμα στην εκμετάλλευση και στον βασανισμό εκατομμυρίων αδελφικών πλασμάτων.
Ο Σοσιαλιστής θα υποστήριζε, επομένως, το επιχείρημα ότι η ατομική ιδιοκτησία μπορεί να προασπιστεί μόνον αν κανείς είναι, λιγότερο ή περισσότερο, αδιάφορος προς την οικονομική δικαιοσύνη.
Η απάντηση του Καθολικισμού σε αυτό δεν είναι πολύ ικανοποιητική.
Δεν πρόκειται για το ότι η Εκκλησία συγχωρεί τις αδικίες του Καπιταλισμού –μάλλον το αντίθετο.
Ο κ. Sheed μάλλον έχει δίκιο όταν καταδεικνύει ότι αρκετοί Πάπες αποκήρυξαν με πολύ πικρία το Καπιταλιστικό σύστημα (και οι Σοσιαλιστές αυτό συνήθως το αγνοούν).
Την ίδια στιγμή, όμως, η Εκκλησία απορρίπτει την μόνη λύση που μπορεί, πιθανόν, να κάνει κάποιαν πραγματική διαφορά.
Η ατομική ιδιοκτησία πρόκειται να παραμείνει, η σχέση εργοδότη-εργαζομένου προορίζεται να συνεχιστεί, ακόμη και οι κατηγοριοποιήσεις «πλούσιος» και «φτωχός» θα συνεχιστούν∙ αλλά θα υπάρχει δικαιοσύνη και θα γίνει δίκαιη διανομή!
Με άλλα λόγια, ο πλούσιος δεν πρόκειται να απαλλοτριωθεί, απλά θα του πουν να προσέχει την συμπεριφορά του.
«(Η Εκκλησία) δεν βλέπει τους ανθρώπους πρωτίστως ως εκμεταλλευτές και εκμεταλλευομένους, με τους εκμεταλλευτές ως ανθρώπους τους οποίους είναι καθήκον της να αποτινάξει… από την δική της οπτική γωνία, ο πλούσιος ως αμαρτωλός, αποτελεί το αντικείμενο της μεγαλύτερης φροντίδας της αγάπης της. Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν έναν ισχυρό άνδρα να καυχιέται για την επιτυχία του, η Εκκλησία βλέπει μια ψυχή ταλαίπωρη που κινδυνεύει να βρεθεί στην κόλαση… ο Χριστός είπε ότι οι ψυχές των πλουσίων κινδυνεύουν ιδιαιτέρως∙ και, άρα, πρωταρχική της μέριμνα είναι η πρόνοια για τις ψυχές».
Η αντίρρηση σε αυτό είναι ότι στην πράξη δεν έχει καμία διαφορά. Ο πλούσιος καλείται να μετανοήσει αλλά ποτέ δεν μετανοεί.
Σε αυτό το ζήτημα δεν αντιλαμβάνεται κανείς να διαφέρουν οι Καθολικοί καπιταλιστές από τους άλλους.
Είναι φανερό ότι το οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα θα απέδιδε ακριβοδίκαια εάν μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί τους ανθρώπους ότι θα συμπεριφερθούν σωστά∙ μακρά πείρα, ωστόσο, έχει δείξει ότι σε ζητήματα ιδιοκτησίας μόνο μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων θα φερθούν λιγάκι καλύτερα απ’ ό,τι αν υποχρεωθούν με την βία να το κάνουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Καθολική στάση απέναντι στην ιδιοκτησία είναι αστήρικτη αλλά σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να βάλει σε τετραγωνισμένα πλαίσια την οικονομική δικαιοσύνη.
Στην πράξη, η αποδοχή της Καθολικής αντίληψης σημαίνει αποδοχή της εκμετάλλευσης, της ανέχειας, της πείνας, του πολέμου και των ασθενειών ως τμημάτων της φυσιολογικής τάξης των πραγμάτων.
Κατά τα φαινόμενα, όμως, εάν είναι η Καθολική Εκκλησία να ανακτήσει την πνευματική της επιρροή, θα πρέπει να καθορίσει με περισσότερη τόλμη την θέση της.
Είτε θα πρέπει να μεταβάλει την στάση της έναντι της ατομικής ιδιοκτησίας είτε θα πρέπει να πει ξεκάθαρα ότι το Βασίλειό της δεν είναι του κόσμου τούτου και ότι το τάϊσμα των σωμάτων έχει ελάχιστη σημασία συγκριτικά με την σωτηρία των ψυχών.
Πράγματι, λέει όντως κάτι τέτοιο αλλά μάλλον βεβιασμένα διότι δεν είναι αυτό το μήνυμα που θέλει ο σύγχρονος άνθρωπος να ακούει.
Κατά συνέπειαν, εδώ και κάμποσο καιρό στο πρόσφατο παρελθόν, η Εκκλησία έχει βρεθεί σε μια θέση ανώμαλη που συμβολίζεται από το γεγονός ότι ο Πάπας σχεδόν συγχρόνως αποκηρύσσει το Καπιταλιστικό σύστημα και συνδιαλέγεται με τον Στρατηγό Φράνκο, απονέμοντάς του παράσημα.
Κατά τα λοιπά, πρόκειται για ένα βιβλίο ενδιαφέρον, γραμμένο με ένα στυλ απλό και απαλλαγμένο σε αξιοσημείωτο βαθμό από κακοήθειες και φθηνούς εξυπνακισμούς.
Εάν όλοι οι Καθολικοί απολογητές ήταν σαν τον κ. Sheed, η Εκκλησία θα είχε λιγότερους εχθρούς.

''ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ'' - ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ»
ή «Γιατί οι Σοσιαλιστές δεν πιστεύουν στην διασκέδαση»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ

“TRIBUNE” 20 Δεκεμβρίου 1943

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos

Η σκέψη των Χριστουγέννων φέρνει σχεδόν αυτόματα στο μυαλό την σκέψη του Καρόλου Ντίκενς και αυτό για δύο πολύ καλές αιτίες.
Κατ’ αρχάς, ο Ντίκενς είναι ένας από τους ελάχιστους Άγγλους συγγραφείς που έχουν πραγματικά γράψει για τα Χριστούγεννα.
Τα Χριστούγεννα είναι η πιο δημοφιλής από τις γιορτές της Αγγλίας και, παρ’ όλα αυτά, έχουν παράγει εκπληκτικά λίγη λογοτεχνία.
Υπάρχουν οι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι και τα κάλαντα, κυρίως μεσαιωνικής καταγωγής∙ υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός ποιημάτων από τον Robert Bridges, τον T.S. Elliot και κάποιους άλλους∙ και υπάρχει και ο Ντίκενς∙ αλλά υπάρχει πολύ λίγο κάτι άλλο.
Δεύτερον, ο Ντίκενς είναι αξιοπρόσεκτος, σχεδόν μοναδικός στην πραγματικότητα, ως προς την ικανότητά του –μεταξύ των σύγχρονων συγγραφέων– να δίνει μιαν πειστική εικόνα της ευτυχίας.
Ο Ντίκενς ασχολήθηκε επιτυχώς με τα Χριστούγεννα δύο φορές σε ένα κεφάλαιο που λέγεται «The Pickwick Papers» και στο «A Christmas Carol». Η τελευταία αυτή ιστορία ανεγνώσθη στον Λένιν στην επιθανάτια κλίνη του και, σύμφωνα με την γυναίκα του, βρήκε εντελώς ανυπόφορη την «μπουρζουάδικη συναισθηματικότητά της».
Τώρα, ο Λένιν είχε δίκιο κατά μιαν έννοια: εάν, όμως, ήταν σε καλύτερη κατάσταση η υγεία του, θα είχε ίσως προσέξει ότι η ιστορία είχε ενδιαφέρουσες κοινωνιολογικές επιπτώσεις.
Κατ’ αρχάς, όσο κι αν ο Ντίκενς μπορεί να έκανε μιαν περιγραφή σε αδρές γραμμές, όσο απεχθής και αν είναι η «πάθηση» του Μικρού Τιμ, η οικογένεια Cratchit δίνει την εντύπωση ότι διασκεδάζει. Φαίνεται χαρούμενη με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που δεν φαίνονται χαρούμενοι οι πολίτες των «Νέων από το Πουθενά» του Ουϊλλιαμ Μόρρις.
Επιπλέον –και η επίγνωση αυτού του γεγονότος από τον Ντίκενς είναι ένα από τα μυστικά της δυνάμεώς του– η ευτυχία της προέρχεται κυρίως εξ αντιθέσεως. Χαίρεται διότι, έστω και μια φορά κατά μιαν έννοια, έχει αρκετό φαγητό.
«Ο λύκος που θα την φάει είναι έξω από την πόρτα αλλά κουνάει την ουρά του-The wolf is at the door but he is wagging his tail». Άρα, προς το παρόν, επιβιώνουν.
Ο ατμός από την πουτίγγα των Χριστουγέννων πλανάται πάνω από ένα φόντο ενεχυροδανειστηρίων και μόχθου που έχει βγει με ιδρώτα ενώ, με μια παρόμοια έννοια, το φάντασμα του Σκρουτζ στέκεται δίπλα στο γιορτινό τραπέζι της συνεστίασης.
Ο Μπομπ Κράτσιτ θέλει μέχρι και να πιει στην υγειά του Σκρουτζ, κάτι που αρνείται δικαιολογημένα η κυρία Κράτσιτ. Οι Κράτσιτς μπορούν να απολαμβάνουν τα Χριστούγεννα ακριβώς διότι έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή τα Χριστούγεννα έρχονται μόνο μια φορά τον χρόνο.
Η ευτυχία τους πείθει μόνον επειδή περιγράφεται ως ανολοκλήρωτη και ατελής.
Από την άλλη πλευρά, όλες οι απόπειρες να περιγραφεί μια μόνιμη και διαρκής ευτυχία έχουν αποτύχει.
Οι Ουτοπίες (παρεμπιπτόντως, η λέξη «Ουτοπία» δεν σημαίνει «ευ-τοπία», δηλαδή ένας καλός τόπος, όπως νομίζουν αλλά σημαίνει πρωτίστως «ου-τοπία», ένας τόπος μη υπαρκτός) ήταν κοινότοπες στην λογοτεχνία των προηγούμενων 300 ή 400 ετών.
Αλλά οι «προτιμώμενες» Ουτοπίες είναι πάντα δυσάρεστες και, άρα, ανεπιθύμητες και συνήθως υπολείπονται και σε ζωτικότητα.
Οι πιο γνωστές σύγχρονες Ουτοπίες είναι, μακράν, εκείνες του H.G. Wells. Το όραμα του Γουελς για το μέλλον εκφράζεται, σχεδόν πλήρως, σε δυο βιβλία που γράφτηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1920:
στο «Όνειρο» και στο επιγραφόμενο «Άνθρωποι σαν Θεοί». Έχετε εδώ μιαν απεικόνιση του κόσμου όπως θα του άρεσε να τον δει ο Γουελς ή νομίζει πως θα του άρεσε να τον δει.
Είναι ένας κόσμος του οποίου το βασικό μοτίβο –όπως οι νότες σε ένα μουσικό κλειδί– είναι ο πεφωτισμένος ηδονισμός και η επιστημονική περιέργεια. Όλα τα κακά και οι δυστυχίες, από τις οποίες τώρα υποφέρουμε, έχουν εξαλειφθεί. Η άγνοια, ο πόλεμος, η φτώχεια, η βρωμιά, οι ασθένειες, η απογοήτευση, η πείνα, ο φόβος, η υπερκόπωση, οι δεισιδαιμονίες –όλα έχουν εξαλειφθεί.
Με τις εκφράσεις αυτές, είναι αδύνατον να αρνηθούμε ότι αυτό είναι το είδος του κόσμου για τον οποίο όλοι ελπίζουμε.
Όλοι θέλουμε να καταργήσουμε τα πράγματα που ο Γουελς θέλει να καταργήσει.
Υπάρχει, όμως, κανείς που να θέλει πραγματικά να ζήσει στην Ουτοπία του Γουελς;
Αντιθέτως, αυτό που έχει όντως εξελιχθεί σε ένα ενσυνείδητο πολιτικό κίνημα είναι το να μην ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, να μην ξυπνήσουμε σε μιαν ευγονική, ειδυλλιακή παροικία (suburbia) όπου θα συναθροίζονται σε μια κοινότητα όλες οι γυμνές μυξοπαρθένες γεροντοκόρες.
‘Ένα βιβλίο όπως «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» αποτελεί μιαν έκφραση του πραγματικού φόβου που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος για την απόλυτα λογική ηδονιστική κοινωνία που είναι ικανό αυτό να δημιουργήσει.
Ένας Καθολικός συγγραφέας είπε πρόσφατα ότι οι Ουτοπίες είναι τώρα τεχνικώς εφικτές και ότι, κατά συνέπεια, έχει εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα το πώς θα ξεφύγουμε από την Ουτοπία.
Δεν μπορούμε αυτό να το ξεγράψουμε ως απλά ένα ανόητο σχόλιο.
Διότι μια από τις πηγές του Φασιστικού κινήματος είναι η επιθυμία να αποδράσουμε από έναν υπερβολικά εκλογικευμένο και βολικό κόσμο.
Όλες οι «προτιμητέες» Ουτοπίες φαίνεται πως είναι παρόμοιες ως προς το ότι εξαγγέλλουν την τελειοποίηση ενώ είναι ανίκανες να φέρουν την ευτυχία.
Τα «Νέα από το Πουθενά» αποτελούν ένα είδος χαζοχαρούμενης εκδοχής της Ουτοπίας του Γουελς: όλα είναι ευγενικοί και λογικοί, όλα όσα γεμίζουν το στομάχι αγοράζονται από το κατάστημα της Ελευθερίας αλλά η εντύπωση που αφήνουν πίσω τους είναι μια μορφή αμυδρής και χλωμής μελαγχολίας.
Είναι, όμως, πολύ πιο εντυπωσιακό ότι ο Τζόναθαν Σουϊφτ, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς με φαντασία που έζησαν ποτέ, δεν είναι καθόλου πιο επιτυχημένος από τους άλλους ως προς την σύνθεση μιας Ουτοπίας «που να πρέπει να στηριχθεί».
Τα πρώτα κεφάλαια των «Ταξιδιών του Γκιούλιβερ» αποτελούν, πιθανότατα, την πιο ολέθρια επίθεση που γράφτηκε ποτέ κατά της ανθρώπινης κοινωνίας.
Κάθε λέξη από αυτά έχει σχέση με το σήμερα∙ σε κάποια σημεία περιέχουν αρκετά λεπτομερείς προφητείες για την πολιτική φρίκη της εποχής μας.
Εκεί όπου ο Σουϊφτ αποτυγχάνει, όμως, είναι ως προς την προσπάθειά του να περιγράψει μια φυλή όντων τα οποία θαυμάζει.
Στο τελευταίο κομμάτι, σε αντίθεση με τους αηδιαστικούς Yahoos, μας παρουσιάζονται επιδεικτικά οι ευγενείς Houyhnhnms, ευφυή άλογα που είναι απελευθερωμένα από τα ανθρώπινα σφάλματα. Αυτά τα άλογα, τώρα, χάρη στον υψηλό τους χαρακτήρα και τον αλάθητο κοινό νου που διαθέτουν, είναι εξαιρετικά άχαρα πλάσματα.
Όπως και οι κάτοικοι διαφόρων άλλων Ουτοπιών, είναι πρωτίστως απασχολημένα με το να αποφύγουν κάθε έξαρση. Ζουν ζωές δίχως σημαντικά γεγονότα, άτονες και ήσυχες «λογικές» ζωές, ελεύθερες όχι μόνον από λογομαχίες, παρεκτροπές ή ανασφάλειες οποιασδήποτε μορφής αλλά και από «πάθος», συμπεριλαμβανομένης και της αισθησιακής, ερωτικής αγάπης,
Επιλέγουν το ταίρι τους βάσει αρχών ευγονικής, αποφεύγουν τις υπερβολικές στοργικότητες, και εμφανίζονται κάπως ευτυχείς που πεθαίνουν, όταν έρθει η ώρα.
Στα προηγηθέντα κεφάλαια του βιβλίου ο Σουϊφτ έχει δείξει που οδηγούν τον άνθρωπο η ανοησία και η κακία του: αφαιρέστε, όμως, την ανοησία και την κακία και το μόνο που σας μένει, προφανώς, είναι μια χλιαρή μορφή ύπαρξης που με δυσκολία αξίζει να την ακολουθήσει κανείς.
Δεν έχουν περισσότερο ευτυχή έκβαση οι προσπάθειες να περιγραφεί μια ευτυχία οριστικά του άλλου κόσμου.
Ο Παράδεισος αποτελεί μια τόσο μεγάλη αποτυχία όσο και η Ουτοπία, αν και η Κόλαση καταλαμβάνει έναν αξιοσέβαστο χώρο στην λογοτεχνία και έχει συχνά περιγραφεί με την ύψιστη επιμέλεια και πειστικότητα.
Αποτελεί κοινοτοπία ότι ο Χριστιανικός Παράδεισος –όπως συνήθως σκιαγραφείται το πορτραίτο του– δεν θα μπορούσε κανέναν να προσελκύσει.
Σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί συγγραφείς που ασχολούνται με τον Παράδεισο είτε λένε ειλικρινά πως είναι αδύνατον να τον περιγράψουν είτε εμφανίζουν ταχυδακτυλουργικά ως εκ δια μαγείας μια δυσνόητη εικόνα χρυσών, πολύτιμων πετρών και ψαλμωδίας ύμνων.
Είναι αλήθεια πως αυτό ενέπνευσε μερικά από τα καλύτερα ποιήματα στον κόσμο:
«Τα τείχη είναι κατεργασμένα από χαλκό - Thy walls are of chalcedony,
Τα οχυρά έχουν λειανθεί με διαμάντια - Thy bulwarks diamonds square,
Οι πύλες από αμιγή μαργαριτάρια της Ανατολής - Thy gates are of right orient pearl
υπερβολικά σπάνια και πολυτελή! - exceeding rich and rare!»
Αυτό, όμως, που δεν μπορούσε να κάνει ήταν να δώσει την περιγραφή μιας κατάστασης στην οποία θα ήθελε εμπράκτως να είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος.
Αμέτρητες φορές τρόμαξαν το ποίμνιό τους μέχρι θανάτου με τις λεκτικές και ρητορικές απεικονίσεις τους της Κόλασης οι προοδευτικοί Προτεστάντες πάστορες και οι Ιησουΐτες ιερείς (δείτε, λόγου χάρη, το τρομακτικό κήρυγμα στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη» του Τζαίημς Τζόϋς).
Όταν όμως το ζήτημα φθάνει στο να γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, σημειώνεται μια πρόθυμη οπισθοχώρηση σε λέξεις όπως «έκσταση» και «ευδαιμονία», με ελάχιστη προσπάθεια να πουν σε τι συνίσταται.
Ίσως το πιο ζωτικό στοιχείο που έχει γραφεί για το ζητούμενο αυτό να είναι το πασίγνωστο κείμενο στο οποίο ο Τερτυλλιανός εξηγεί ότι μια από τις απολαύσεις που κυριαρχούν στον Παράδεισο είναι να παρακολουθούν τα μαρτύρια των καταραμένων.
Οι παγανιστικές εκδοχές του Παραδείσου, τουλάχιστον, είναι λίγο καλύτερες.
Έχει κανείς την αίσθηση πως επικρατεί πάντοτε λυκόφως στα Ηλύσια Πεδία.
Ο Όλυμπος όπου ζούσαν οι Θεοί με το νέκταρ και την αμβροσία τους και τις νύμφες και την Ήβη τους –τις «αθάνατες ιέρειες της Αφροδίτης» όπως τις καλούσε ο D.H. Lawrence– μπορεί να ήταν λίγο περισσότερο οικείος σε σχέση με τον Χριστιανικό Παράδεισο αλλά δεν θα ‘θελες να περάσεις κιόλας και πολύν καιρό εκεί.
Και όσον αφορά τον Μουσουλμανικό Παράδεισο, με τα 77 του ουρί για κάθε άνδρα (που προφανώς κλαίνε όλα ταυτοχρόνως για να τα προσέξεις), πρόκειται απλά για ένα εφιαλτικό όνειρο.
Ούτε και οι πνευματιστές είναι ικανοί , αν και διαρκώς μας επιβεβαιώνουν πως «όλα είναι καλά κι ωραία», να περιγράψουν οποιαδήποτε δραστηριότητα του άλλου κόσμου, την οποία ένα σκεπτόμενο άτομο να έβρισκε τουλάχιστον ικανή να διαρκέσει στον χρόνο, για να μην πω ελκυστική.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποπειραθείσες περιγραφές της τέλειας ευτυχίας που δεν είναι ούτε Ουτοπικές ούτε του άλλου κόσμου αλλά, πρωτίστως, αισθησιακές.
Δίνουν πάντα μιαν εντύπωση κενότητας ή χυδαιότητας ή και τα δύο μαζί.
Στην αρχή της «Παρθένας-“La Pucelle”» του, ο Βολταίρος περιγράφει την ζωή του Καρόλου του 9ου με την μαιτρέσσα του Ανιές Σορέλ. Ήταν «πάντοτε χαρούμενοι», λέει. Και σε τί συνίστατο η ευτυχία τους;
Σε έναν ατέρμονο κύκλο από πανηγύρι, ποτό, κηνύγι και έρωτα.
Και ποιός δεν θα αρρώσταινε από μιαν τέτοια ζωή, ύστερα από λίγες εβδομάδες;
Ο Ραμπελαί περιγράφει τα τυχερά πνεύματα που περνούν καλά στον άλλο κόσμο για να παρηγορηθούν επειδή πέρασαν άσχημα σε αυτόν τον κόσμο. Τραγουδούν ένα άσμα που μπορεί, χονδρικά, να μεταφραστεί ως εξής: «Πηδάμε, χορεύουμε, παίζουμε κόλπα, πίνουμε λευκό και κόκκινο κρασί και τίποτ’ άλλο δεν κάνουμε ολημερίς παρά μετράμε χρυσές κορώνες».
Πόσο βαρετό ακούγεται τελικά!
Η κενότητα ολόκληρης της κοσμοθεωρίας περί του «να περνάμε καλά» αιωνίως αποκαλύπτεται στον πίνακα του Breughel «Η Χώρα του Μεθύστακα», όπου κείτονται κοιμισμένα κεφάλι με κεφάλι τα τρία μεγάλα κομμάτια ξύγγι ενώ επίκειται να φαγωθούν χωρίς να ερωτηθούν και με συνοδεία βραστά αυγά και ψητά ποδαράκια χοιρινού.
Φαίνεται, ίσως, ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι ικανά να περιγράψουν ούτε να φανταστούν την ευτυχία παρεκτός κάτω από όρους αντίθεσης.
Να γιατί η σύλληψη του Παραδείσου ή της Ουτοπίας ποικίλλει από εποχή σε εποχή.
Στην προβιομηχανική κοινωνία ο Παράδεισος περιγραφόταν ως ένας τόπος αέναης ανάπαυσης, στρωμένος με χρυσάφι διότι η εμπειρία του μέσου ανθρώπου ήταν η υπερβολική δουλειά και φτώχεια.
Τα ουρί του Μουσουλμανικού Παραδείσου αντικατόπτριζαν μια κοινωνία πολυγαμική, όπου οι περισσότερες γυναίκες χάνονταν κρυμμένες μεσ’ στα χαρέμια των πλουσίων.
Αυτές οι εικόνες «αιώνιας ευδαιμονίας» αποτύγχαναν πάντα διότι, καθώς η μακαριότητα γινόταν αιώνια (με την αιωνιότητα να γίνεται αντιληπτή υπό την έννοια του ατελείωτου χρόνου), έπαυε να λειτουργεί αυτό το κοντράστ.
Μερικές από τις συμβάσεις που είχαν αποκρυσταλλωθεί στην λογοτεχνία μας πήγασαν αρχικά από υλικές συνθήκες που έχουν πάψει να υπάρχουν τώρα.
Η ηθογραφία της άνοιξης αποτελεί ένα παράδειγμα.
Η άνοιξη στον Μεσαίωνα δεν σήμαινε πρωταρχικά χελιδόνια και αγριολούλουδα. Σήμαινε πράσινα λαχανικά, γάλα και φρέσκο κρέας ύστερα από αρκετούς μήνες ζωής με αλατισμένο χοιρινό σε καπνισμένα χαμόσπιτα δίχως παράθυρα.
Τα τραγούδια της άνοιξης ήταν χαρούμενα:
«Μην κάνετε τίποτα, μόνο όρεξη και κέφι - Do nothing but eat and make good cheer,
Δοξάστε τον Θεό για την ευτυχή χρονιά - And thank Heaven for the merry year,
Όταν είναι φθηνό το ψαχνό, ακριβό το θηλυκό-When flesh is cheap and females dear
Και τα αγέρωχα παλικάρια πλανώνται δω και κει - And lusty lads roam here and there
Με αγαλλίαση που κρατά για πάντα! - So merrily, And ever among so merrily!»
διότι υπήρχε κάτι για να ήταν χαρούμενα.
Ο χειμώνας είχε φύγει, αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.
Τα ίδια τα Χριστούγεννα, μια προ-Χριστιανική εποχή, ξεκίνησαν πιθανότατα να εορτάζονται επειδή έπρεπε να υπάρχει ένα περιστασιακό ξέσπασμα υπερκορεσμού στο φαΐ στο ποτό ώστε να υπάρξει ένα διάλειμμα απόδρασης από τον ανυπόφορο χειμώνα του βορρά.
Η ανικανότητα της ανθρωπότητας να φανταστεί την ευτυχία παρεκτός με την μορφή μιας ανακούφισης από την προσπάθεια ή τον πόνο είναι που φέρνει τους Σοσιαλιστές αντιμέτωπους με ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ο Ντίκενς μπορεί να περιγράφει μια οικογένεια που έχει πληγεί από την φτώχεια να καταβροχθίζει μια γαλοπούλα ψητή και μπορεί ίσως να την κάνει να φαίνεται χαρούμενη∙
από την άλλη, οι κάτοικοι των τέλειων συμπάντων φαίνεται να μην απολαμβάνουν καμιά αυθόρμητη χαρά και συνήθως, εκτός από ό,τι άλλο, είναι κάπως απωθητικοί.
Σαφώς, όμως, δεν σκοπεύουμε στο είδος του κόσμου που περιέγραψε ο Ντίκενς ούτε, πιθανότατα, σε οποιονδήποτε κόσμο ήταν εφικτό να φανταστεί.
Ο αντικειμενικός στόχος του Σοσιαλισμού δεν είναι μια κοινωνία όπου στο τέλος όλα καταλήγουν σωστά επειδή καλοκάγαθοι γηραιοί τζέντλεμεν χαρίζουν γαλοπούλες.
Σε τί σκοπεύουμε εάν όχι σε μια κοινωνία όπου η «ελεημοσύνη» θα ήταν αχρείαστη;
Θέλουμε έναν κόσμο όπου ο Σκρουτζ με το μέρισμα των κερδών του της υπεραξίας και ο Μικρός Τιμ με την γάγγραινα στο πόδι θα ήταν αδιανόητο να υπάρχουν και οι δύο μαζί.
Σημαίνει, όμως, αυτό ότι στοχεύουμε σε κάποιαν Ουτοπία δίχως πόνο και προσπάθεια;
Με το ρίσκο να πω κάτι που δεν θα ενέκριναν ίσως οι εκδότες της “TRIBUNE”, υπαινίσσομαι ότι η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού δεν είναι η ευτυχία.
Έως τώρα η Ευτυχία υπήρξε ένα δευτερεύον, παράπλευρο και παράγωγο προϊόν και, εξ όσων γνωρίζουμε, μπορεί να παραμένει πάντοτε τέτοιο.
Η πραγματική επιδίωξη του Σοσιαλισμού είναι η ανθρώπινη αδελφοσύνη.
Αυτό αισθάνεται κανείς ευρέως να είναι το ζητούμενο που διακυβεύεται, αν και δεν λέγεται συνήθως ή δεν λέγεται αρκετά έντονα.
Οι άνθρωποι εξαντλούν την ζωή τους σε πολιτικές διαμάχες που ραγίζουν την καρδιά ή σκοτώνονται σε εμφυλίους πολέμους ή βασανίζονται στις μυστικές φυλακές της Γκεστάπο όχι προκειμένου να θεσπίσουν κάποιον φωτισμένον Παράδεισο με κεντρική θέρμανση και αιρ-κοντίσιον αλά επειδή θέλουν έναν κόσμο στον οποίο τα ανθρώπινα όντα αγαπούν αλλήλους αντί να εξαπατούν και να δολοφονούν αλλήλους.
Και αυτόν τον κόσμο τον θέλουν ως ένα πρώτο βήμα.
Δεν είναι και τόσο σίγουρο που πάνε από εκεί και μετά ενώ η προσπάθεια να το προβλέψει κανείς λεπτομερώςαπλά συσκοτίζει το θέμα.
Η Σοσιαλιστική σκέψη πρέπει να ασχοληθεί με την πρόβλεψη αλλά μόνο σε ευρείς όρους.
Συχνά κανείς πρέπει να στοχεύει σε σκοπούς που μόνον πολύ αμυδρά μπορεί να δει.
Για παράδειγμα, ο κόσμος αυτή την στιγμή βρίσκεται σε πόλεμο και επιζητά την ειρήνη. Ωστόσο, ο κόσμος δεν έχει καμιά εμπειρία της ειρήνης (και ούτε ποτέ την είχε –εκτός εάν υπήρξε ποτέ ο εκλεπτυσμένος και εξευγενισμένος Άγριος).
Ο κόσμος ζητά κάτι για το οποίο έχει αμυδρά την επίγνωση ότι θα μπορούσε να υπάρξει αλλά δεν μπορεί επακριβώς να το ορίσει.
Αυτά τα Χριστούγεννα, χιλιάδες άνθρωποι θα αιμορραγήσουν μέχρι θανάτου στα χιόνια της Ρωσσίας ή θα πνιγούν σε παγωμένα νερά ή θα πετσοκοφτούν μεταξύ τους σε βαλτώδη νησιά του Ειρηνικού∙ άστεγα παιδιά θα συγκρουστούν για τροφή εν μέσω των ερειπίων των Γερμανικών πόλεων.
Είναι ένας καλός σκοπός να καταστήσουμε το πράγμα αυτό αδύνατο. Είναι διαφορετικό ζήτημα, όμως, να πούμε λεπτομερώς πώς θα ήταν ένας κόσμος ειρηνικός.
Όλοι σχεδόν οι δημιουργοί της Ουτοπίας έμοιαζαν με τον άνθρωπο που είχε πονόδοντο και, επομένως, νόμιζε ότι η ευτυχία συνίσταται στο να μην έχει πονόδοντο.
Ήθελαν να παράγουν μια τέλεια κοινωνία μέσω μιας ατέρμονης επανάληψης κάποιου πράγματος το οποίο είχε αξία μόνον επειδή ήταν προσωρινό.
Λιγότερο περιορισμένη διαδρομή θα κάναμε αν πούμε ότι υπάρχουν δεδομένες γραμμές εντός των οποίων πρέπει η ανθρωπότητα να κινηθεί∙ Η υψηλή στρατηγική έχει χαρτογραφηθεί αλλά η λεπτομερής προφητεία δεν είναι δική μας δουλειά.
Οποιοσδήποτε επιχειρεί να φανταστεί την τελειότητα απλά αποκαλύπτει την προσωπική του κενότητα.
Αυτό συμβαίνει ακόμα και με έναν συγγραφέα τόσο σπουδαίο όσο ο Σουϊφτ, ο οποίος μπορεί να γδέρνει έναν επίσκοπο ή έναν πολιτικό τόσο στεγνά χειρουργικά και δίχως αναισθητικό αλλά, όταν προσπαθεί να δημιουργήσει έναν υπεράνθρωπο, απλά αφήνει την τελευταία εντύπωση που θα αποσκοπούσε ποτέ να δώσει: ότι οι βρωμεροί Yahoos είχαν εντός τους περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης από τους πεφωτισμένους Houyhnhnms.

'"ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ" - ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ, Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

Άρθρο του Τζωρτζ Όργουελ
Κριτική στο βιβλίο του Ζακ Μαριταίν «Χριστιανικότητα και Δημοκρατία»

“OBSERVER” 10 Ιουνίου 1945

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright © Christos P. Papachristopoulos


Ο κ. Maritain ποτέ δεν είναι ένας συγγραφέας που διαβάζεται με ευκολία και ειδικά το τελευταίο του βιβλίο είναι γεμάτο από αυτά τα νεφελωδώς αφηρημένα κείμενα που φαίνεται πως είναι τόσο κοινότοπα στην σημερινή Γαλλική λογοτεχνία ώστε να μην καλυτερεύουν στην μετάφραση.
Ιδού δύο προτάσεις, επιλεγμένες σχεδόν στην τύχη:

«Η δημοκρατία είναι ένα παράδοξο και μια πρόκληση που απευθύνεται κατά της φύσεως, κατά αυτής της αχάριστης και πληγωμένης ανθρώπινης φύσεως της οποίας ανακαλεί στην μνήμη τους αρχέγονους πόθους και τα αποθέματα μεγαλείου της»

«Για την ανθρώπινη αδυναμία τίποτε πιο εύκολο από την συνένωση της θρησκείας με τις φυλετικές, οικογενειακές ή ταξικές προκαταλήψεις, με τα συλλογικά μίση, με τα πάθη μιας γενιάς και με τα πολτικά φαντάσματα τα οποία αποζημιώνουν μιαν ευλαβική αλλά ανεπαρκώς εξαγνισμένη ψυχή για την αυστηρότητα της ατομικής πειθαρχίας».

Και οι δύο αυτές –και οι εκατοντάδες άλλες σαν αυτές που είναι εξαπλωμένες σε όλο αυτό το βιβλίο– προτάσεις έχουν κάποιαν έννοια αλλά όχι μόνο πρέπει κανείς να ξετρυπώσει το νόημα αφού σκάψει κάτω από μάζες ρητορικών σχημάτων αλλά και να καταφύγει, έως κάποιαν έκταση, σε εικοτολογίες βάσει του γενικότερου τόνου του βιβλίου αλλά και από την γνωστή κατεύθυνση της προσωπικής σκέψεως του κ. Μαριταίν.
Αρκετά κείμενα στο βιβλίο αναγιγνώσκονται όπως οι ομιλίες ενός μη πολεμοχαρούς πολιτικού ηγέτη: γνωρίζουμε εκ των προτέρων με ποιαν πλευρά είναι αλλά θα είχαμε κάποια δυσκολία να το αποδείξουμε.
Ένας αόρατος λογοκριτής αιωρείται υπεράνω των σελίδων και είναι συχνά αναγκαίο, προκειμένου να τον ξεπεράσουμε σε πονηριά, να αποφύγουμε την χρήση των ορθών ονομάτων και να αλλάξουμε τις σαφέστατες έννοιες με αφηρημένες.
Αυτό που λέει ο κ. Μαριταίν είναι ότι η Δημοκρατία και οΧριστιανισμός δεν είναι ασυμβίβαστες –στην πραγματικότητα, είναι απαραίτητες μεταξύ τους εκατέρωθεν.
Μια Χριστιανική ζωή δύσκολα μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία άδικη ενώ, από την άλλη, μια δημοκρατία η οποία είναι γνησίως εκκοσμικευμένη σε έμπνευση καταλήγει πάντα να μεταστραφεί σε δουλεία.
Επιπλέον, μια κοινωνία Χριστιανική δεν είναι απαραίτητα και χτυπημένη από την φτώχεια.
Η επιδίωξη των εργατικών τάξεων, όχι απλά για πολιτική ισότητα αλλά και για υψηλότερους μισθούς και καλύτερες εργατικές συνθήκες, είναι δικαιολογημένη και είναι η περιττή μη-εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας που κατέστησε εφικτή την άνοδο του αθεϊστικού Κομμουνισμού.
Κοντολογίς, ο Χριστιανισμός μπορεί να συμφιλιωθεί με την υλική πρόοδο.
Στα αυτιά μας αυτό με δυσκολία ακούγεται και ηχεί ως το είδος της τοποθέτησης που απαιτείται να προφερθεί με επιφυλακτικότητα αλλά ο κ. Μαριταίν έχει καλούς λόγους για τον προσεκτικό τρόπο γραφής.
Κατ’ αρχάς, αυτά τα δοκίμια γράφτηκαν στα μέσα του 1942, όταν ο Άξονας φαινόταν ακόμα ικανός να κερδίσει τον πόλεμο και το καθεστώς του Πεταίν δεν εξακολουθούσε μόνο να βρίσκεται στην εξουσία αλλά είχε, σε μια σεβαστή έκταση, την έγκριση των Καθολικών εκτός Γαλλίας.
Δεύτερον, το είδος του Χριστιανικού Σοσιαλισμού το οποίο υποστηρίζει ο κ. Μαριταίν μόνον πολύ προσφάτως ξεκίνησε να κερδίζει έδαφος και, σίγουρα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό για το σύνολο της Εκκλησίας.
Πρωταρχικά, ο κ. Μαριταίν γράφει «κατά» των Καθολικών αδελφών του και γνωρίζει καλά για τον δεσμό που υπάρχει μεταξύ Καθολικισμού και αντίδρασης.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα, λέει, «οι εργατικές τάξεις αναζήτησαν την σωτηρία τους στην άρνηση του Χριστιανισμού∙ οι Συντηρητικοί Χριστιανικοί κύκλοι αναζήτησαν την δική τους σωτηρία στην άρνηση των πρακτικών, αναγκών της δικαιοσύνης και της αγάπης»
Η κατάσταση σήμερα δεν είναι διόλου καλύτερη, αν και η ήττα των δυνάμεων του Άξονα την έκανε προσωρινά να εμφανίζεται ότι βελτιώθηκε και, όταν κανείς θυμάται τα λυρικά εγκώμια υπέρ του φασισμού που εκστομίζονταν από Καρδιναλίους και Καθολικούς απολογητές μόλις πριν από λίγα χρόνια, δεν εκπλήσσει αν ο κ. Μαριταίν επενδύει την έκκλησή του υπέρ του Χριστιανικού Σοσιαλισμού με απαλή και αρκετά διακριτική γλώσσα.
Το πράγμα εκείνο το οποίο δεν νοιάζεται καν να παραδεχθεί είναι η μοναχικότητα της δικής του θέσης.
Το πόσο μοναχική είναι θα μπορούσε να διαπιστωθεί την εποχή του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όταν ήταν ένας από την μικρή χούφτα διακεκριμένων Καθολικών που παρέμειναν νηφάλιοι και αρνήθηκαν να κάνουν προπαγάνδα υπέρ του Φασισμού.
Είναι ικανός να επιχειρηματολογήσει με σθένος ότι η Δημοκρατία και η κοινωνική δικαιοσύνη είναι εγγενείς στην Χριστιανική δογματική φόρμουλα εφόσον έχουν στηριχθεί από τους ηγέτες της Εκκλησίας (αλλά είναι δύσκολο να αισθανθούμε ότι οι άνθρωποι για τους οποίους συγκεκριμένα γράφει θα εντυπωσιαστούν και πολύ).
Γεγονός είναι ότι ο Καθολικός Ανθρωπιστής είναι ένα ζώο σπάνιο όπως ο λευκός αλμπίνο ελέφαντας –και, πιθανότατα, πρέπει να παραμείνει τέτοιος.
Ο Ανθρωπισμός προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος αποτελεί το μέτρον όλων των πραγμάτων.
Το Χριστιανικό δόγμα προϋποθέτει ότι ο κόσμος αυτός έχει νόημα μόνο σε σχέση με τον άλλο κόσμο.
Θεωρητικά είναι εφικτός ένας συμβιβασμός αλλά πάντα αποτυγχάνει όταν εγείρεται οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόβλημα.
Ο κ. Μαριταίν διαπιστώνει ότι είναι αναπόφευκτη η απομάκρυνση των μαζών από μιαν Εκκλησία αντιδραστική και θα ήθελε να επανορθώσει την κατάσταση όχι με την φασιστική πατέντα του να κρατάνε τις μάζες αδαείς αλλά με την έκκληση προς τους πλουσίους να μετανοήσουν.
Είναι απρόθυμος να παραδεχθεί (ή, σε κάθε περίπτωση, δεν το λέει πολύ καθαρά) ότι η θρησκευτική πίστη αποτελεί συχνά ένα ψυχολογικό τέχνασμα για να αποφευχθεί η μετάνοια.
Στο μεταξύ, όμως, το ουσιαστικό ζητούμενο παραμένει.
Η υλική πρόοδος, η οποία είναι απαραίτητα αν ο μέσος άνθρωπος πρόκειται να είναι καθόλου καλύτερος από έναν δούλο, επιτυγχάνεται μόνο με ένα τρομερό τίμημα.
Η θρησκευτική στάση ζωής πρέπει, με κάποιον τρόπο, να αποκατασταθεί –και όμως, ο μόνος δογματικός οργανισμός που είναι διαθέσιμος στον Δυτικό κόσμο είναι αυτός που εμφανώς η μεγάλη μάζα του λαού είναι ολοένα και λιγότερο πρόθυμη να αποδεχθεί.
Ο κ. Μαριταίν προβάλλει τον συνήθη ισχυρισμό ότι μια δίκαιη κοινωνία μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με βάση τις Χριστιανικές Αρχές.
Πριν κάνει δηλώσεις αυτού του είδους, θα όφειλε κανείς να σκεφτεί ότι μόνο το ¼ του παγκόσμιου πληθυσμού είναι κατ’ όνομα Χριστιανοί και ότι η αναλογία διαρκώς ελαττώνεται: επίσης, οι Ινδουϊστές ή οι Κινέζοι δεν είναι ιδιαίτερα χειρότεροι άνθρωποι από εμάς.
Ο κ. Μαριταίν αποτελεί μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω και εκεί είναι, μάλλον, μια φωνή χαμηλόφωνη και αποσιωπημένη.
Εν τούτοις, αν αναλογιστεί κανείς τους ανθρώπους για τους οποίους έγραφε και τις πιέσεις στις οποίες πιθανότατα υπόκειτο, θα πρέπει να είχε χρειαστεί αρκετό κουράγιο για να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο σε μια τέτοια εποχή.

"Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ", Αποσπάσματα δοκιμίου του Καμύ από τα ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ/CARNETS III

"Ο κόσμος βαδίζει προς τον παγανισμό αλλά, για μια ακόμη φορά, απορρίπτει τις αξίες των παγανιστών. Πρέπει να κάνουμε είδωλό μας την πίστη, να ελληνοποιήσουμε τον Χριστό και να επαναφέρουμε το ισοζύγιο", ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ ΙΙΙ, σελ. 220

"Επιστροφή στην διάβαση από τον Ελληνισμό στον Χριστιανισμό, το μοναδικό σημείο καμπής στην ιστορία", ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ ΙΙΙ, σελ. 267

"Δεν πιστέυω στον Θεό ΚΑΙ δεν είμαι άθεος", ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ ΙΙΙ, σελ.

"Στην αρχή ο Χριστιανισμός ήταν μια εμπνευσμένη διδασκαλία αλλά, ωστόσο, κλειστή, Ιουδαϊκή στην ουσία, ανίκανη να κάνει παραχωρήσεις, σκληρή, περιοριστική και θαυμαστή. Από την επαφή του με την Μεσόγειο, προέκυψε -αναδύθηκε- ένα νέο δόγμα: ο Καθολικισμός", Ο ΝΕΟΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, δοκίμιο

"Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ" - Ομιλία του Αλμπερ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ»

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Σημείωση: Η ομιλία αυτή πρέπει να αναγνωστεί σε σχέση με την διπλωματική εργασία ''Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός''

Σπαράγματα ομιλίας του Αλμπέρ Καμύ στην Μονή Δομινικανών Latour-Maubourg
1948

Α.
Εφόσον υπήρξατε τόσο ευγενικοί ώστε να προσκαλέσετε έναν άνθρωπο που δεν συμμερίζεται τις πεποιθήσεις σας ώστε να έλθει και να απαντήσει στο πολύ γενικό ερώτημα το οποίο εγείρετε σε αυτές τις συνόδους, θα ήθελα –πριν σας πω τι εγώ νομίζω ότι προσδοκούν από τους Χριστιανούς οι άπιστοι– να αναγνωρίσω πρώτα την πνευματική σας ευγένεια, εκθέτοντας λίγες θέσεις αρχών.
Πρώτον, υπάρχει ένα μοντέλο λαϊκίστικου φαρισαϊσμού στο οποίο θα αγωνιστώ να μην υποκύψω.
Για μένα, υπόδειγμα Φαρισαίου αποτελεί ο άνθρωπος ο οποίος υποκρίνεται πως πιστεύει ότι ο Χριστιανισμός είναι κάτι εύκολο και, άρα, ζητά από τον Χριστιανό περισσότερα από όσα ο ίδιος ζητά για τον εαυτό του, στην βάση μιας εξωτερικής θέασης του Χριστιανισμού.
Πιστεύω ότι πράγματι ο Χριστιανός έχει αρκετές υποχρεώσεις αλλά ότι δεν εναπόκειται στον άνθρωπο που ο ίδιος τις απορρίπτει αυτές να υπενθυμίζει την ύπαρξή τους σε όποιον τις έχει ήδη αποδεχθεί. Αν υπάρχει κανείς ο οποίος μπορεί να απαιτήσει ο,τιδήποτε από τον Χριστιανό, αυτός είναι ο ίδιος ο Χριστιανός.
Το δίδαγμα είναι πως εάν επέτρεπα στον εαυτό μου, στο τέλος αυτής της ομιλίας, να απαιτήσει από εσάς ορισμένα καθήκοντα, αυτά θα μπορούσαν να είναι μονάχα τα καθήκοντα που είναι αναγκαίο να ζητούμε σήμερα από οποιονδήποτε άνθρωπο, είτε είναι Χριστιανός είτε όχι.
Δεύτερον, θα ήθελα να δηλώσω ότι, επειδή δεν συναισθάνομαι πως κατέχω οποιαδήποτε απόλυτην αλήθεια ή οποιοδήποτε μήνυμα, δεν θα εκκινήσω ποτέ από την υπόθεση ότι η Χριστιανική αλήθεια αποτελεί πλάνη αλλά, απλά, από το γεγονός ότι δεν θα μπορούσα να την αποδεχθώ.
Ως απεικόνιση αυτής της θέσεως, είμαι πρόθυμος να εξομολογηθώ το εξής: Πριν τρία χρόνια μια διαμάχη με έκανε να συγκρουστώ με έναν από εσάς –και δεν ήταν ο λιγότερο αξιοσέβαστος. Ο πυρετός αυτών των ετών, η οδυνηρή μνήμη δυο-τριων φίλων που δολοφονήθηκαν, μου είχαν δώσει το κουράγιο να το κάνω. Μπορώ, ωστόσο, να σας διαβεβαιώσω ότι, παρά κάποιες υπερβολικές εκφράσεις εκ μέρους του Francois Mauriac, δεν έχω πάψει να συλλογίζομαι όσα είπε. Στο τέλος αυτού του στοχασμού –και με τον τρόπο αυτό σας δίνω την γνώμη μου ως προς την χρησιμότητα του διαλόγου ανάμεσα στον πιστό και στον άπιστο– κατέληξα να παραδεχθώ έναντι του εαυτού μου, και τώρα να αναγνωρίσω εδώ δημοσίως, ότι στα θεμελιώδη καθώς και στο ακριβές σημείο της διαφωνίας μας, ο Francois Mauriac με νίκησε.
Θα είναι πιο εύκολο για μένα, έχοντας πει αυτό, να θέσω την τρίτη και τελευταία μου αρχή. Είναι απλή και εμφανής. Δεν θα επιχειρήσω να αλλάξω ο,τιδήποτε εξ όσων σκέφτομαι ή ο,τιδήποτε εξ όσων σκέφτεστε εσείς (στην έκταση που μπορώ να το κρίνω) προκειμένου να φθάσω σε μια συμφιλίωση στην οποία όλοι θα συμφωνούσαμε.
Αντιθέτως, αυτό που αισθάνομαι ότι θέλω να σας πω σήμερα είναι ότι ο κόσμος χρειάζεται τον πραγματικό διάλογο, ότι το ψέμα είναι τόσο επακριβώς αντίθετο του διαλόγου όσο και η σιωπή και ότι ο μόνος εφικτός διάλογος είναι αυτό το είδος διαλόγου μεταξύ ανθρώπων που παραμένουν ό,τι είναι ο εαυτός έκαστου και σκέφτονται φωναχτά. Αυτό ισοδυναμεί με το να πω ότι ο κόσμος του σήμερα χρειάζεται Χριστιανούς που παραμένουν Χριστιανοί.
Τις προάλλες στην Σορβόννη, μιλώντας σε έναν Μαρξιστή καθηγητή, ένας Καθολικός ιερέας είπε δημοσίως ότι και ο ίδιος ήταν αντικληρικαλιστής. Ε, λοιπόν, δεν μου αρέσουν ολωσδιόλου περισσότερο οι ιερείς από τους φιλοσόφους που ντρέπονται για την φιλοσοφία τους. Άρα, δεν θα επιχειρήσω –στην έκταση που με αφορά– να προσποιηθώ ενώπιόν σας ότι είμαι Χριστιανός.
Συμμερίζομαι με σας την ίδια αποστροφή για το Κακό.
Δεν συμμερίζομαι, όμως, την ελπίδα σας. Και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι ενάντια σε αυτό το σύμπαν στο οποίο υποφέρουν και πεθαίνουν παιδιά
Β.
Και γιατί, άραγε, δεν θα έπρεπε να πω εδώ ό,τι έχω γράψει αλλού;
Επί μακρό χρόνο κατά την διάρκεια αυτών των φριχτών ετών ανέμενα να εκδηλωθεί ανοιχτά και να μιλήσει μια δυνατή φωνή στην Ρώμη. Εγώ, ένας άπιστος;
Ακριβώς.
Διότι γνώριζα ότι το πνεύμα, αντιμέτωπο με την ισχύ, θα χανόταν αν δεν εκστόμιζε μια κραυγή καταδίκης.
Φαίνεται ότι αυτή η φωνή όντως μίλησε.
Σας διαβεβαιώνω, ωστόσο, ότι εκατομμύρια άνθρωποι σαν εμένα δεν την άκουσαν καθώς και ότι, εκείνη την εποχή, πιστοί και άπιστοι μοιράζονταν εξίσου μια μοναξιά που συνέχιζε να εξαπλώνεται όσο πέρναγαν οι μέρες και όσο πολλαπλασιάζονταν οι δήμιοι.
Μου εξηγήθηκε έκτοτε ότι η καταδίκη όντως απηγγέλθη.
Αυτό, όμως, έγινε με το στυλ των εγκυκλίων, κάτι το οποίο δεν ήταν εντελώς ξεκάθαρο. Η καταδίκη απηγγέλθη και δεν έγινε αντιληπτή!
Ποιός θα μπορούσε να κάνει τόσο λάθος ώστε να μην νιώσει που βρίσκεται στην περίπτωση αυτή η πραγματική καταδίκη και να μην δει ότι αυτό το παράδειγμα δίνει από μόνο του ένα τμήμα της απάντησης –ίσως ολόκληρη την απάντηση– που ζητάτε από εμένα.
Αυτό που ζητά ο κόσμος από τους Χριστιανούς είναι να μιλήσουν οι Χριστιανοί δυνατά και καθαρά και να απαγγείλουν την καταγγελία τους με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να μην μπορεί ποτέ να εγερθεί στην ψυχή του πιο απλού ανθρώπου μια αμφιβολία, ούτε η πιο μικρή αμφιβολία, ποτέ!
Να απομακρυνθούν από αφηρημένες θέσεις και να αντιπαρατεθούν στο αιμοσταγές πρόσωπο που έχει λάβει σήμερα η ιστορία.
Η σύνθεση που χρειαζόμαστε είναι η κοινότητα των ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να μιλήσουν ξεκάθαρα και να πληρώσουν προσωπικά το τίμημα.
Όταν ένας Ισπανός αρχιεπίσκοπος ευλογεί τις πολιτικές δολοφονίες, παύει να είναι ιερέας ή Χριστιανός ή ακόμη και άνθρωπος• είναι ένας σκύλος, ακριβώς όπως και αυτός ο οποίος δίνει εντολή για την δολοφονία αυτή, καλυπτόμενος πίσω από μιαν ιδεολογία, δίχως να κάνει ο ίδιος την βρώμικη δουλειά.
Ακόμα αναμένουμε –και εγώ αναμένω– για έναν συνασπισμό όλων εκείνων που αρνούνται να είναι σκύλοι και είναι αποφασισμένοι να πληρώσουν το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από έναν σκύλο.
Γ.
Και τώρα, τί μπορούν να κάνουν για εμάς οι Χριστιανοί;
Κατ’ αρχάς, παρατήστε τις κενές λογομαχίες, η πρώτη εκ των οποίων είναι η διαμάχη περί πεσσιμισμού.
Πιστεύω, λόγου χάρη, ότι ο κ. Γκαμπριέλ Μαρσέλ θα έπραττε συνετά εάν άφηνε στην άκρη ορισμένα είδη σκέψεως που τον συναρπάζουν και τον αποπροσανατολίζουν από τον δρόμο του.
Ο κ. Μαρσέλ δεν μπορεί να αυτοαποκαλείται δημοκράτης και, την ίδια στιγμή, να ζητά την απαγόρευση ενός θεατρικού έργου του Σαρτρ.
Αυτή είναι μια θέση που είναι κουραστική για όλους. Αυτό που θέλει ο κ. Μαρσέλ είναι να υπερασπιστεί απόλυτες αξίες όπως η μετριοπάθεια και η θεϊκή αλήθεια του ανθρώπου όταν τα πράγματα που θα έπρεπε να υπερασπιστεί κανείς είναι οι ελάχιστες προσωρινές αξίες που θα επιτρέψουν στον κ. Μαρσέλ να συνεχίσει κάποια μέρα να μάχεται, και άνετα μάλιστα, για αυτές τις απόλυτες αξίες.
Δ.
Με ποιό δικαίωμα, επιπλέον, θα μπορούσε ένας Χριστιανός ή ένας Μαρξιστής να με κατηγορήσει, π.χ., για πεσσιμισμό;
Δεν ήμουν εγώ αυτός που εφηύρε την δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης ή τα τρομακτικά τελετουργικά της θεϊκής επίκλησης του Κακού.
Δεν ήμουν εγώ αυτός που φώναξε «Nemo bonus-Μηδείς αγαθός» ή απήγγειλε την καταδίκη αβάπτιστων παιδιών.
Δεν ήμουν εγώ αυτός που είπε ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να σωθεί με τα προσωπικά του μέσα και ότι στα βάθη της κατάπτωσής του στην χάρη του Θεού βρίσκεται η μοναδική του ελπίδα.
Ω, ο πασίγνωστος Μαρξιστικός οπτιμισμός!
Κανείς δεν πήγε παραπέρα την έλλειψη εμπιστοσύνης στον άνθρωπο.
Και, σε έσχατη ανάλυση, της μοίρας οι παθογένειες οικονομίας του σύμπαντος αυτού μοιάζουν περισσότερο τρομερές σε σύγκριση με την ενθουσιώδη θεϊκή έμπνευση και αυθόρμητη μεταστροφή του.
Οι Χριστιανοί και οι Κομμουνιστές θα μου πουν ότι ο οπτιμισμός τους βασίζεται σε πιο μεγάλο εύρος, ότι είναι ανώτερος από κάθε τι άλλο και ότι ο Θεός ή η ιστορία, σύμφωνα με το άτομο, αποτελούν το επαρκές παράγωγο προϊόν της διαλεκτικής τους.
Μπορώ να υποκύψω στην ίδια λογική.
Εάν ο Χριστιανισμός είναι απαισιόδοξος ως προς τον άνθρωπο, είναι αισιόδοξος ως προς την ανθρώπινη μοίρα.
Ε λοιπόν, μπορώ να πω ότι, ως απαισιόδοξος προς την ανθρώπινη μοίρα, είμαι αισιόδοξος ως προς τον άνθρωπο.
Και όχι στο όνομα ενός ανθρωπισμού στον οποίο μου φαινόταν πάντοτε ότι είχα έλλειψη αλλά στο όνομα μιας άγνοιας που προσπαθεί τίποτε να μην αρνείται.
Αυτό σημαίνει ότι οι λέξεις «πεσιμισμός» και «οπτιμισμός» πρέπει να οριστούν με σαφήνεια και ότι, μέχρι να μπορέσουμε να το κάνουμε, πρέπει να δώσουμε προσοχή σε ό,τι μας ενώνει μάλλον παρά σε ό,τι μας χωρίζει.
Ε.
Αυτά, πιστεύω, είναι όλα όσα είχα να πω.
Είμαστε αντιμέτωποι με το Κακό.
Και, όσον αφορά εμένα, νιώθω μάλλον όπως ο Αυγουστίνος (πριν γίνει Χριστιανός) όταν είπε: «Προσπάθησα να βρω την πηγή του Κακού και δεν κατέληξα πουθενά».
Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι εγώ –και ελάχιστοι άλλοι– γνωρίζουμε τι πρέπει να γίνει… αν όχι για να ελαττώσουμε το Κακό, τουλάχιστον για να μην το επαυξήσουμε.
Ίσως να μην μπορούμε να εμποδίσουμε αυτόν τον κόσμο από το να είναι ένας κόσμος στον οποίο βασανίζονται τα παιδιά και δίνουν την μαρτυρία τους. Μπορούμε, όμως, να ελαττώσουμε τον αριθμό των βασανισμένων παιδιών.
Και, αν δεν μας βοηθήσετε σεις, ποιός άλλος στον κόσμο μπορεί να μας βοηθήσει να το κάνουμε αυτό;
Έχει ξεκινήσει μια μεγάλη, άνιση μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις του τρόμου και στις δυνάμεις του διαλόγου.
Δεν έχω παρά δικαιολογημένες αυταπάτες ως προς την έκβαση αυτής της μάχης.
Πιστεύω, όμως, ότι πρέπει να δοθεί και ξέρω ότι ορισμένοι άνθρωποι τουλάχιστον είναι αποφασισμένοι να την διεξάγουν.
Φοβάμαι, μόνο, ότι σε τακτά διαστήματα θα αισθάνονται κάπως μόνοι, ότι είναι στην πραγματικότητα μόνοι και πως –ύστερα από ένα διάλειμμα 2 χιλιάδων ετών– μπορεί να δούμε την θυσία του Σωκράτη να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές.
Το πρόγραμμα του μέλλοντος είναι είτε ένας μόνιμος διάλογος είτε η επίσημη και συμβολική θανάτωση οποιωνδήποτε έχουν αποκτήσει εμπειρία διαλόγου.
Εφόσον έχω δώσει την απάντησή μου, η ερώτηση που θέτω στους Χριστιανούς είναι η εξής: «Θα εξακολουθήσει ο Σωκράτης να είναι μόνος του; Και υπάρχει ο,τιδήποτε σε αυτόν και στην διδασκαλία του που σας ωθεί να μας συνδράμετε;»
Είναι πιθανόν, το γνωρίζω καλά, ότι ο Χριστιανισμός θα απαντήσει αρνητικά.
Ω, όχι εξ ονόματός σας και με τη δική σας φωνή, έχω πειστεί γι’ αυτό.
Όμως, μπορεί –και αυτό είναι ακόμη πιο πιθανό– ο Χριστιανισμός να επιμείνει στην συντήρηση ενός συμβιβασμού ή, ειδάλλως, να προσδίδει στις καταγγελίες του την αφηρημένη μορφή μιας εγκυκλίου.
Πιθανότατα, θα επιμείνει να χάσει άπαξ και δια παντός την αρετή της ανάστασης που του ανήκε πριν από καιρό ώστε να εξεγείρεται.
Στην περίπτωση αυτή, οι Χριστιανοί θα ζήσουν και ο Χριστιανισμός θα πεθάνει. Οπότε, άλλοι θα πληρώσουν στην πραγματικότητα για την θυσία..
Όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, ένα τέτοιο μέλλον δεν ανήκει στα πλαίσια της αρμοδιότητός μου να το αποφασίσω παρά ολόκληρη την ελπίδα και την αγωνία που μου ξυπνά.
Μπορώ να μιλήσω μονάχα για ό,τι οίδα.
Και αυτό που οίδα (και που δημιουργεί μέσα μου μερικές φορές μια βαθειά ευχή) είναι ότι αν οι Χριστιανοί το αποφάσιζαν, εκατομμύρια φωνές –εκατομμύρια, λέω– σε όλον τον κόσμο θα προσμετρώνταν στην έκκληση μιας χούφτας απομονωμένων ατόμων οι οποίοι, δίχως κανένα είδος διασύνδεσης, μεσολαβούν σχεδόν παντού και ακαταπαύστως υπέρ των παιδιών και υπέρ των ανθρώπων.

"ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ" - Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΟΥ

Κείμενο του Αλμπέρ Καμύ
Εισαγωγή "Καλιγούλα", "Ξένου", "Παρεξήγησης", "Δικαίων", "Πτώσης"

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos


ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Αρχικά, ήθελα να εκφράσω τον μηδενισμό και την άρνηση.
Με τρεις μορφές.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Ο Ξένος
Δραματική: Ο Καλιγούλας, η Παρεξήγηση
Ιδεολογική: Ο Μύθος του Σισύφου

Αντιθέτως, διετύπωσα την κατάφαση σε τρεις άλλες μορφές.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ρομαντική: Η Πανούκλα
Δραματική: Η Εξέγερση υπό το κράτος της πολιορκίας και Οι Δίκαιοι
Ιδεολογική: Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος

ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: ''Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ''
Θέμα: ''Η ετυμηγορία και η εξορία''

Έχω ήδη συλλάβει ένα ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ για το ζήτημα «η Αγάπη»

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ: ''Η ΑΓΑΠΗ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΔΩΡΕΑ ΣΤΟΝ ΦΑΟΥΣΤ''

ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ
Ι. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΙΣΥΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΟΓΟ)
ΙΙ. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ (ΕΞΕΓΕΡΣΗ)
ΙΙΙ.Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ: Η μέθοδος είναι η ειλικρίνεια.

ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟ ΕΡΓΟ: ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ

Άρα, η «Πανούκλα» που ξεκίνησε στο Οράν το 1941 απευθύνει, με το ισχυρό συμβολικό της σύστημα, ένα μήνυμα ελπίδας και θάρρους σε έναν κόσμο δολοφονημένο από τον πόλεμο.
Ενάντια στην πανούκλα, οι άνθρωποι θα υϊοθετήσουν ορισμένες συμπεριφορές που δείχνουν την ικανότητά τους να αντιδράσουν και να απελευθερωθούν από την υποτιθέμενη αδυναμία τους έναντι της μοίρας που τους χτυπά.
Ο «Επαναστατημένος Άνθρωπος», που δημοσιεύθηκε το 1951, υπακούει στο ίδιο υπόδειγμα και πλαίσιο ιδεών αλλά για τον συγγραφέα του το αντίτιμο υπήρξε το μίσος των επισήμων εκπροσώπων του Σουρρεαλισμού και του Υπαρξισμού.
Πέντε χρόνια αργότερα, η «Πτώση» -έργο ξεχωριστό- μοιάζει σαν τον πικρό καρπό της μοναξιάς και της απογοήτευσης. Ο συγγραφέας επεξεργάζεται εδώ την εκτόπιση της αντίληψης περί αμαρτωλότητας ενός κόσμου που θεωρείται ότι είναι στιγματισμένος από τον θάνατο και την δυστυχία και, άρα, παράλογος ως προς την ίδια την ανθρώπινη φύση: «Όπου ξεκινά η εξομολόγηση, εκεί και η ενοχή…Τούτων δοθέντων, σε κάθε περίπτωση, μια μόνον αλήθεια… ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται».


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ»


Η πρώτη σύλληψη του «Καλιγούλα» έγινε το 1938, ύστερα από μια ανάγνωση των «12 Καισάρων» του Σουητωνίου. Προόριζα το έργο αυτό για το μικρό θέατρο που είχα δημιουργήσει στο Αλγέρι –και η πρόθεσή μου, με κάθε απλότητα, ήταν να δημιουργήσω τον ρόλο του Καλιγούλα.
Οι πρώην ηθοποιοί έχουν αυτήν την έμφυτη ικανότητα.
Κα, άλλωστε, ήμουν τότε 25 ετών, ηλικία όπου κανείς τα αμφισβητεί όλα εκτός από τον εαυτό του.
Ο πόλεμος με πίεζε και ο Καλιγούλας δημιουργήθηκε το 1940 στο θέατρο Hebertot στο Παρίσι.
Επομένως, ο «Καλιγούλας» αποτελεί ένα έργο ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Έχει, όμως, ως σημείο εκκίνησης τα ενδιαφέροντά μου εκείνη την εποχή.
Η κριτική στην Γαλλία, που δέχθηκε και αφομοίωσε αρκετά καλά το έργο αυτό, συχνά μίλησε –προς μεγάλη μου έκπληξη– για ένα έργο φιλοσοφικό.
Τί ακριβώς συνέβη;
Ο Καλιγούλας, αυτοκράτωρ σχετικά ευχάριστος έως την στιγμή εκείνη, συνειδητοποιεί με τον θάνατο της Δρουσίλλας (αδελφής και ερωμένης του) ότι ο κόσμος δεν τον ικανοποιεί όπως είναι.
Συνεπώς, κατεχόμενος από την ψύχωση του ανέφικτου, δηλητηριώδους περιφρόνησης και φρίκης, επιχειρεί να εξασκήσει –μέσω του φόνου και της συστηματικής, ασελγούς παραβίασης όλων των αξιών– μιαν ελευθερία την οποία εν τέλει θα ανακαλύψει πως δεν υπηρετεί (;)
Προκαλεί την φιλία και την αγάπη, την απλή ανθρώπινη αλληλεγγύη, το Καλό και το Κακό.
Προσβάλλει με λόγια όσους τον περιβάλλουν, τους καταπιέζει βάσει λογικής, καυχιέται συνεχώς προς όλους γύρω του με την ισχύ της άρνησής του και την καταστροφική οργή που παρασύρει το πάθος του για ζωή.
Εάν, ωστόσο, η αλήθειά του είναι η εξέγερση απέναντι στην μοίρα, το σφάλμα του είναι η απάρνηση των ανθρώπων.
Κανείς δεν μπορεί να τα καταστρέφει όλα δίχως να αφανίσει τον εαυτό του..
Να γιατί ο Καλιγούλας εξολοθρεύει τον κόσμο γύρω του και, πιστός στην λογική του, κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να πάρουν τα όπλα εναντίον του εκείνοι που στο τέλος θα τον δολοφονήσουν.
Ο Καλιγούλας αποτελεί την ιστορία μιας ανώτερης, εκλεκτικής και εξέχουσας αυτοκτονίας.
Είναι η ιστορία του πιο ανθρώπινου και πλέον τραγικού των λαθών.
Δίχως να εμπιστεύεται τον άνθρωπο, με πίστη στον εαυτό του, ο Καλιγούλας δέχεται να πεθάνει για να καταλάβει ότι κανένα ον δεν μπορεί να αποδράσει και να σωθεί εντελώς μόνος –και ότι κανείς δεν μπορεί να απελευθερωθεί ενάντια στους άλλους ανθρώπους (τουλάχιστον, όμως, θα έχει σώσει μερικές ψυχές, συμπεριλαμβανομένης της δικής του και αυτής του φίλου του, Σκιπίωνα, από τον ανονείρευτο ύπνο της μετριοκρατίας).
Πρόκειται, άρα, για μια τραγωδία της διανόησης.
Εξ ου και τεκμαίρεται ως σχεδόν φυσιολογικό το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα δράμα της ευφυΐας.
Προσωπικά, πιστεύω πως γνωρίζω καλά τις ατέλειες αυτού του έργου.
Μάταια, ωστόσο, ψάχνω για φιλοσοφία σε αυτές τις πράξεις…ή, αν υπάρχει, βρίσκεται στο επίπεδο της ακόλουθης διαβεβαίωσης του ήρωα: οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι.
Αρκετά λιτή κι απέριττη ιδεολογία, το βλέπει κανείς!
Όπως και ότι έχω την αίσθηση
πως διαφέρει και διακρίνεται ο κ. De la Palice από ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Όχι, η φιλοδοξία μου ήταν διαφορετική.
Το πάθος για το ανέφικτο αποτελεί για τον θεατρικό συγγραφέα ένα αντικείμενο μελέτης τόσο έγκυρο και ισχυρό όσο και ο ερωτισμός ή η μοιχεία.
Να καταδείξω την ορμή του ανέφικτου, να απεικονίσω την ερήμωση που προκαλούν οι ολέθριες συνέπειές του, να κάνω την αποτυχία να ξεσπάσει: ΝΑ ΠΟΙΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΛΑΝΟ ΜΟΥ.
ΚΑΙ ΜΕ ΒΑΣΗ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΘΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ.
Μια λέξη ακόμα.
Μερικοί βρήκαν το έργο μου προκλητικό, οι ίδιοι που βρίσκουν φυσικό ωστόσο ότι ο Οιδίπους σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε την μητέρα του, αυτοί δέχονται το αιώνιο τρίγωνο (ομολογουμένως εντός των ορίων των όμορφων κατοικιών).
Σε ελάχιστη εκτίμηση, όμως, έχω μιαν ορισμένη μορφή τέχνης που επιλέγει να σοκάρει, σε αντίθεση με την τέχνη της πειθούς.
Και αν ακόμη υπήρξα, ατυχώς, σκανδαλώδης, θα ήταν μόνον εξαιτίας αυτής της δυσανάλογης γευστικής καλαισθησίας που διαθέτω υπέρ της αλήθειας, αλήθεια την οποία ένας καλλιτέχνης δεν θα μπορούσε να διαψεύσει και να την αρνηθεί δίχως να προδώσει την ίδια του την τέχνη.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»

Η «Παρεξήγηση» γράφτηκε το 1941 στην κατεχόμενη Γαλλία.
Ζούσα τότε, με το αντιστεκόμενο κορμί μου, εν μέσω των βουνών της κεντρικής Γαλλίας. Αυτές οι ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες θα ήταν επαρκείς για να ερμηνεύσουν το είδος της κλειστοφοβίας από το οποίο υπέφερα τότε και που αντικατοπτρίζεται σε αυτό το έργο.
Είναι γεγονός, αναπνέει κανείς με δυσκολία εδώ… αλλά σε όλους είχε κοπεί η αναπνοή εκείνη την εποχή.
Το γεγονός παραμένει ότι η σκοτεινότητα του έργου με στενοχωρεί άλλο τόσο όσο ενοχλεί το κοινό. Προκειμένου να ενθαρρύνω το κοινό να προσεγγίσει το έργο, θα προτείνω στον αναγνώστη:
α. να συνομολογήσει πως η ηθική του έργου αυτού δεν είναι εντελώς αρνητική, β. να θεωρήσει την «Παρεξήγηση» ως μια απόπειρα δημιουργίας μιας μοντέρνας τραγωδίας.
Ένας γιος που θέλει να τον αναγνωρίσουν δίχως να πρέπει να πει το όνομά του και ο οποίος δολοφονείται από την μητέρα και την αδελφή του, ως συνέπεια μιας παρεξηγήσεως∙ αυτό είναι το θέμα του έργου αυτού.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια πολύ απαισιόδοξη οπτική της ανθρώπινης κατάστασης. Ωστόσο, αυτή μπορεί να συμφιλιωθεί με μια σχετική αισιοδοξία ως προς τον άνθρωπο.
Διότι, τελικά, όλα θα ήταν διαφορετικά εάν ο γιος είχε πει: Εγώ είμαι, ιδού το όνομά μου.
Με άλλα λόγια, σε έναν άδικο ή αδιάφορο κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί και να σώσει τους άλλους, χρησιμοποιώντας την απλούστερη και ειλικρινέστερη τιμιότητα και την λέξη: ακριβοδίκαιος.
Η γλώσσα επίσης σόκαρε.
Το γνώριζα. Εάν είχα καλύψει με ένα πέπλο μυστηρίου, όμως, τους πρωταγωνιστικούς μου χαρακτήρες, ίσως ο καθένας θα είχε χειροκροτήσει. Αντιθέτως, το θέμα μου, το αντικείμενό μου, μέσω των σύγχρονων ηρώων ήταν να κατορθώσω να μιλήσει η γλώσσα της τραγωδίας.
Τίποτε πιο δύσκολο από το να πω την αλήθεια εφόσον θα έπρεπε να βρεθεί μια γλώσσα αρκετά φυσική ώστε να μιλιέται από τους συγχρόνους αλλά και αρκετά αλλόκοτη ώστε να συντονιστεί με το τραγικό ύφος της τραγωδίας.
Για να προσπελάσω αυτό το ιδεώδες, επιχείρησα να λανσάρω την απόσταση μεταξύ των ηρώων καθώς και να εισάγω μια διφορούμενη ασάφεια στους διαλόγους.
Ο θεατής θα δοκιμάσει, έτσι, ένα αίσθημα οικειότητας και εκπατρισμού ταυτόχρονα.
Ο θεατής αλλά και ο αναγνώστης.
Δεν είμαι, ωστόσο, σίγουρος πως, αναλογικά, πέτυχα μια σωστή συμμετρία.
Όσον αφορά το πρόσωπο του γέρου υπηρέτη, δεν συμβολίζει εξ ανάγκης την μοίρα και το πεπρωμένο
Όταν ο επιζών του δράματος κάνει έκκληση στον Θεό, ο γέρος υπηρέτης απαντά στην επίκληση.
Ίσως πρόκειται για μιαν ακόμα παρεξήγηση.
Αν απαντά ΟΧΙ σε αυτήν που του ζητά να την βοηθήσει, αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι δεν σκοπεύει να την βοηθήσει και ότι, σε ένα δεδομένο σημείο οδύνης ή άδικης κρίσης, κανείς δεν μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε για κανέναν πλέον –και ο πόνος είναι μοναχικός.
Δεν έχω, άλλωστε, την εντύπωση ότι αυτές οι επεξηγήσεις είναι εντελώς ωφέλιμες.
Έκρινα πάντα πως η «Παρεξήγηση» είναι ένα ευκόλως προσβάσιμο έργο υπό την προϋπόθεση ότι αποδέχεται κανείς την γλώσσα του και ότι θέλει να αναγνωρίσει για τα καλά ότι ο συγγραφέας στο έργο αυτό έχει δεσμευθεί και αφοσιωθεί με βαθειά προσήλωση.
Το θέατρο δεν είναι παιχνίδι, έχω βάλει την κατάθεσή μου εκεί.

(Σημείωση του μεταφραστή Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου: η αναφορά του Καμύ σε «κατάθεση» αποτελεί ευθεία παραπομπή στον επίλογο της διπλωματικής του μελέτης με θέμα: «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» προς το Πανεπιστήμιο Αλγερίου).


ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΥ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ» ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ»

Περιστατικό από παλιό απόκομμα εφημερίδας:
«Κάποιος άνδρας είχε ξεκινήσει από ένα τσέχικο χωριό για να βρει την τύχη του.
Έπειτα από 25 χρόνια, ξαναγύρισε πλούσιος, με γυναίκα κι ένα παιδί. Η μητέρα του διατηρούσε ένα ξενοδοχείο, μαζί με την αδελφή του, στο χωριό του. Για να τους κάνει έκπληξη, άφησε την γυναίκα και το παιδί του σε ένα άλλο ξενοδοχείο και πήγε στην μητέρα του η οποία, όταν αυτός μπήκε, δεν τον αναγνώρισε. Για πλάκα, του κατέβηκε η ιδέα να πιάσει ένα δωμάτιο. Έδειξε τα χρήματά του. Την νύχτα, η μητέρα με την αδελφή του, για να τον κλέψουν, τον σκότωσαν με ένα σφυρί και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Το πρωί, όταν πήγε εκεί η γυναίκα του αποκάλυψε –άθελά της– την ταυτότητα του ταξιδιώτη. Η μητέρα κρεμάστηκε. Η αδελφή έπεσε μέσα σε ένα πηγάδι»

Συμπέρασμα: «ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ»


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ «ΞΕΝΟ»

Οι επιπτώσεις του μηδενισμού και το σύμπαν του θανάτου

1. Έχω συγκεφαλαιώσει τον «ΞΕΝΟ», πριν από πολύ καιρό, με μια πρόταση που αναγνωρίζω πως ήταν πολύ παράδοξη: «Στην παρέα μας, όποιος δεν κλάψει στην κηδεία της μητέρας του, πιθανότατα πρόκειται να είναι καταδικασμένος σε θάνατο».
Ήθελα να πω απλώς και μόνο πως ο ήρωας του βιβλίου καταδικάζεται επειδή δεν παίζει στο παιχνίδι. Για τον σκοπό αυτό, είναι ξένος στην παρέα του, περιπλανιέται στο περιθώριο, στην περιφέρεια μιας ιδιωτικής, μοναχικής ζωής. Και για τον λόγο αυτό, οι αναγνώστες μπήκαν στον πειρασμό να τον θεωρήσουν ως «ναυαγισμένο».
Θα υπάρξει, ωστόσο, μια περισσότερο ακριβής ιδέα για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα (που υπακούει σε κάθε περίπτωση με τον συγγραφέα) εάν κανείς υποβάλει το ερώτημα γιατί ο Μερσώ δεν παίζει το παιχνίδι.
Η απάντηση είναι απλή: αρνείται να πει ψέματα.
Το ψεύδος δεν είναι μόνο να αρνηθείς αυτό που συμβαίνει.
Το ψεύδος είναι, κυρίως, να πεις περισσότερα από αυτό που συμβαίνει και, ειδικά ως προς την ανθρώπινη ψυχή, να δηλώσεις περισσότερα από αυτά που δεν αισθάνεσαι.
Το ψεύδος είναι ό,τι κάνουμε καθημερινά όλοι για να απλοποιήσουμε την ζωή.
Ο Μερσώ, σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, δεν θέλει να απλοποιήσει την ζωή. Λέει ό,τι συμβαίνει, αρνείται να μασκαρέψει τα συναισθήματά του και αμέσως η παρέα, το περιβάλλον, νιώθει πως απειλείται.
Κάποιος τον ζητάει, για παράδειγμα, να ομολογήσει πως μετανιώνει για το έγκλημά του, σύμφωνα με τους καθιερωμένους τύπους.
Απαντά πως αντιμετωπίζει μεγαλύτερη δυσκολία να εκφράσει αυτόν τον σεβασμό παρά στην ειλικρινή μετάνοια. Και αυτή η μικρή διαφορά απόχρωσης τον καταδικάζει.
Άρα, ο Meursault δεν είναι για μένα ένας αποτυχημένος αλλά ένας άνθρωπος φτωχός και γυμνός, ερωτευμένος με τον ήλιο που δεν αφήνει σκιες.
Μακράν του να στερείται κάθε ευαισθησίας, ένα μείζων πάθος –επειδή είναι άκαμπτο, αλύγιστο, τραχύ– τον εμπνέει, το πάθος της απολυτότητας και της αλήθειας.
Πρόκειται προς το παρόν για μιαν αρνητική αλήθεια, την αλήθεια να ζεις την ύπαρξη και να νοιώθεις την αίσθηση αλλά, χωρίς αυτήν, καμιά κατάκτηση δεν θα είναι ποτέ εφικτή για κανέναν. Επομένως, δεν θα έσφαλε κανείς εάν διάβαζε στον «ΞΕΝΟ» την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος, δίχως καμιάν ηρωϊκή στάση, συμφωνεί να πεθάνει για την αλήθεια.

2. Για έναν άνθρωπο στερημένο από Θεό –κάτι που είναι όλοι οι άνθρωποι– δεν υπάρχει άλλη πιθανή ζωή πέρα από την άρνηση.
Η άρνηση και ο μηδενισμός δεν είναι εγκατάλειψη, είναι επιλογή και έχει και μιαν ηρωϊκή πλευρά. Φανταστείτε πως το μεγαλείο συναντάται στην πνευματική προσποίηση, ο ανδρισμός βρίσκεται στο προφητικό σκίρτημα.
Αυτός, όμως, ο αγώνας μέσα από την ποίηση και τα σκοτάδια της, η φαινομενική εξέγερση του πνεύματος, είναι αυτό που στοιχίζει λιγότερο. Είναι αναποτελεσματικός –κάτι που γνωρίζουν καλά οι τύραννοι.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΥΣ «ΔΙΚΑΙΟΥΣ»

Θέμα: η Τρομοκρατία.
Ένας μηδενιστής. Παντού η βία. Παντού το ψέμα. Να καταστρέφω, να καταστρέφω.

Τον Φεβρουάριο του 1905 στην Μόσχα, μια ομάδα τρομοκρατών (συνδεδεμένων με το επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα) οργάνωσαν μια βομβιστική επίθεση εναντίον του Μεγάλου Δούκα Σεργκέϊ, θείου του Τσάρου.
Αυτή η επίθεση και οι μοναδικές, εξαιρετικές συνθήκες και περιστάσεις που προηγήθηκαν και επακολούθησαν συνιστούν το θέμα των «ΔΙΚΑΙΩΝ».
Όσο εκπληκτικό κι αν φαίνεται, πράγματι, κάποιες από τις καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτό το έργο είναι ιστορικά γεγονότα.
Αυτό δεν σημαίνει –θα το καταλάβει κανείς, άλλωστε– ότι οι «Δίκαιοι» αποτελούν ένα έργο ιστορικής καταγραφής.
Όλοι οι χαρακτήρες του έργου υπήρξαν, ωστόσο, και έδρασαν όπως γράφω.
Απλά εγώ επιχείρησα με το πιθανόν ό,τι ήταν αληθές.
Κράτησα ακόμα και για τον ήρωα των «Δικαίων», τον Kaliayev, το όνομα που έφερε στην πραγματικότητα.
Δεν το έκανα εξαιτίας τεμπελιάς της φαντασίας μου αλλά από σεβασμό και θαυμασμό για άνδρες και γυναίκες οι οποίοι, στον βωμό του πιο ανηλεούς καθήκοντος, δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν την ψυχή τους.
Έκτοτε ομολογουμένως προοδεύσαμε, εφόσον το μίσος που βάρυνε αυτές τις εξαίρετες καρδιές και η αβάσταχτη οδύνη που δεν μπορούσαν να υποφέρουν εξελίχθηκε σε ένα σύστημα βολικής προσαρμοστικότητας: ένας επιπλέον λόγος για να ανακαλέσουμε στην μνήμη μας αυτές τις μεγαλειώδεις, επιβλητικές σκιές, φαντασμάτων, στην δίκαιη εξέγερσή τους, στην δύστροπη αδελφοσύνη τους, στις δυσανάλογες προσπάθειες που έκαναν για να έλθουν σε συμφωνία με τον φόνο –και, άρα, να αποφανθούμε πού έγκειται το πιστεύω μας.

ΝΤΟΡΑ: «Ο λαός μας αγαπάει; Ξέρει ο λαός ότι τον αγαπάμε; Δεν ανήκουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ποτέ δεν θα ξαναγίνουμε παιδιά πια. Δεν υπάρχει αγάπη».
ΙΒΑΝ ΚΑΛΑΓΙΕΦ: «Η αγάπη υπάρχει. Αγαπάμε τον λαό μας»

Συμπέρασμα
Ο ήρωας του θεατρικού έργου «ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ» αρνείται να ρίξει την βόμβα όταν βλέπει ότι, εκτός από τον Μεγάλο Δούκα που δέχθηκε να δολοφονήσει, κινδυνεύει να σκοτώσει και δυο παιδιά.
Στο θεατρικό έργο μου και στον «Επαναστατημένο Άνθρωπο» έφερα σαν παράδειγμα τούτη την άρνηση, τούτη την άρνηση, τούτη την παθιασμένη βεβαιότητα πως στον φόνο και στην αδικία υπάρχει ένα όριο που δεν πρέπει να υπερβούμε επειδή –κατά την γνώμη μου– είναι οι μόνες που διατηρούν την αλήθεια και το μεγαλείο της επανάστασης.
Η θέση μου δεν άλλαξε στο σημείο αυτό.
Κι αν νιώθω κατανόηση και θαυμασμό για αυτόν που αγωνίζεται για μια ελευθερία, μόνον απέχθεια νιώθω για τον άλλον που σκοτώνει γυναικόπαιδα.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ «ΠΤΩΣΗ»

Ο άνδρας που μιλά στην «Πτώση» δίνει μια προσχεδιασμένη εξομολόγηση.
Έχοντας καταφύγει στο Άμστερνταμ, σε μια πόλη με κανάλια και ψυχρό φως, όπου παίζει και υποκρίνεται τον ερημίτη και τον προφήτη, αυτός ο πρώην δικηγόρος, περιμένει σε ένα ύποπτο μπαρ για πρόθυμους ακροατές.
Έχει την σύγχρονη καρδιά, δηλαδή δεν μπορεί να ανθέξει να τεθεί υπό κρίσιν.
Βιάζεται, άρα, να κάνει καταμήνυση και αγωγή κατά του ιδίου του εαυτού του, είναι όμως ακόμη καλύτερα γι’ αυτόν να κρίνει τους άλλους.
Ο καθρέφτης με τον οποίο τον κοιτάζουν εξεταστικά καταλήγει να στρέφεται προς τους άλλους.
Πού ξεκινά η ομολογία, πού η κατηγορία;
Αυτός που μιλά σε αυτό το βιβλίο, κατηγορεί τον εαυτό του ή την εποχή του;
Πρόκειται για μιαν υπόθεση συγκεκριμένη ή για έναν άνθρωπο τυχαίο;
Σε κάθε περίπτωση, μόνο μια αλήθεια προκύπτει από την μελέτη αυτών των δεδομένων: ο πόνος και ό,τι αυτός υπόσχεται.

"Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ" - Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«Η ΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
ALBERT CAMUS
«L’ Informazione bibliographica”
1946
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos 2004

Σημείωμα του μεταφραστή
Αυτή η διάλεξη του Αλμπέρ Καμύ έγινε στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης
και πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με την διάλεξή του στην Στοκχόλμη το 1957
όπου περιέχεται τμήμα του δοκιμίου «Περί Μουσικής» του 1932 και, ακόμα, σε συμφωνία
α) με το άρθρο «ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΗΣ, ΕΙΔΥΛΛΙΑΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ»,
β)την διπλωματική του μελέτη «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» το 1935
γ) το «ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» το 1957.


1. Πιστεύω ότι η γενιά μας είναι μια γενιά «ενδιαφέρουσα».
Να γιατί σκέφθηκα πως θα ήταν κάτι το ιδιαιτέρως διδακτικό εάν σας μιλήσω
όχι εν ονόματί μου αλλά εν ονόματι ενός ορισμένου αριθμού Γάλλων που είναι σήμερα
30 ετών και οι οποίοι διαμορφώθηκαν διανοητικά και συναισθηματικά
σε εκείνα τα τρομερά χρόνια κατά την διάρκεια
των οποίων –παρομοίως όπως και η χώρα τους–
αισθάνονταν ντροπή και, άρα, διδάσκονταν να εξεγείρονται.
Ναι, είναι πράγματι αυτή μια γενιά «ενδιαφέρουσα»,
πρωτίστως επειδή –ενώπιον του κόσμου του παραλόγου
που οι γονείς της είχαν προετοιμάσει–
δεν πίστεψε σε τίποτε και έζησε
σε μια κατάσταση εξέγερσης.
Η λογοτεχνία της εποχής τους ήταν εξεγερμένη
εναντίον της ευκρίνειας, της ιστόρησης και της ίδιας της εκφράσεως του λόγου.
Η ζωγραφική αρνούνταν το υποκείμενο, την πραγματικότητα, ακόμα και την αρμονία.
Η μουσική αρνούνταν την μελωδία.
Και η φιλοσοφία δίδασκε πως δεν υπήρχε άλλη αλήθεια πέρα από την φαινομενική,
ότι ήταν δυνατό να υπάρχουν ο μίστερ Σμιθ, ο μεσιέ Ντιράν και ο χερ Φόγκελ
αλλά χωρίς να υπάρχει τίποτε το κοινό
εν μέσω αυτών των τριών ειδικών φαινομένων.
Η ηθική στάση αυτής της γενιάς υπήρξε ακόμα πιο ρητή:
θεωρούσαν τον εθνικισμό μια πραγματικότητα ήδη ξεπερασμένη,
θεωρούσαν την θρησκεία ως μιαν εξορία
και 25 χρόνια διεθνούς πολιτικής τους είχαν οδηγήσει να αμφιβάλουν για κάθε καθαρότητα,
να σκέφτονται ότι κανείς δεν είχε άδικο –αφού ο καθένας μπορούσε να έχει δίκαιο.
Και η παραδοσιακή ηθική της κοινωνίας μας ήταν και την εποχή εκείνη παρόμοια
όπως μας φαίνεται και σήμερα: μια τερατώδης υποκρισία.
Περάσαμε, άρα, στην άρνηση.
Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον, φυσικά!
Σε άλλες ιστορικές εποχές είχαν περάσει –σε άλλες χώρες– μέσα από αυτήν την εμπειρία και άλλες γενιές.
Το νέο, ωστόσο, ήταν ότι αυτή την φορά οι άνθρωποι, αποξενωμένοι από κάθε αξία, θα έπρεπε να προσαρμοστούν στις πραγματικότητες της δολοφονίας και του τρόμου.
Στο σημείο αυτό, τους πέρασε από τον νου η σκέψη ότι θα ήταν δυνατό να υπάρχει
μια κρίσις του ανθρώπου –και αυτό διότι υποχρεώθηκαν να ζήσουν
την πιο σπαραχτική αντίφαση: Θα πήγαιναν στον πόλεμο όπως πάει κανείς στην κόλαση…
αν είναι αλήθεια ότι η κόλαση είναι η άρνηση των πάντων.
Δεν αγαπούσαν ούτε τον πόλεμο ούτε την βία
αλλά χρειάστηκε να δεχτούν τον πόλεμο και να ασκήσουν βία.
Ένιωθαν μίσος μόνο για χάρη του μίσους.

2. Ναι, υπάρχει μια κρίσις του ανθρώπου
εάν ο θάνατος ή το μαρτύριο μιας ανθρώπινης ύπαρξης
στον κόσμο μας
μπορούν να αντιμετωπίζονται με συναίσθημα αδιαφορίας, με φιλικό ενδιαφέρον
ή πειραματική περιέργεια ή χωρίς να προκαλείται καμιά αντίδραση.
Ναι, υπάρχει μια κρίσις του ανθρώπου
εάν η δολοφονία ενός ανθρώπου είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται
χωρίς τον τρόμο και την ντροπή που θα έπρεπε να προκαλεί,
εάν η ανθρώπινη οδύνη γίνεται δεκτή σαν ένα έργο απλώς πληκτικό
και εξομοιώνεται με προβλήματα όπως η εξασφάλιση προμηθειών
ή η ανάγκη να σταθεί κανείς σε μιαν ουρά για να λάβει λίγο βούτυρο.
Είναι πολύ απλό να προσπεράσουμε το πρόβλημα, κατηγορώντας τον Χίτλερ,
και να πούμε ότι τώρα που το φίδι συνετρίβη εξαφανίστηκε και το δηλητήριό του.
Διότι ξέρουμε πολύ καλά ότι το δηλητήριο δεν εξαφανίστηκε,
ότι όλοι το φέρουμε μέσα στην καρδιά μας και ότι αυτό φαίνεται
από το μίσος που παραμένει στις μεθόδους με τις οποίες συνεχίζουν να μάχονται
έθνη, κόμματα και άτομα.
Πίστευα πάντοτε ότι ένα έθνος είναι υπεύθυνο για τους προδότες του
–όπως και για τους ήρωές του.
Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτισμούς! Και ιδίως ο πολιτισμός του λευκού ανθρώπου
είναι οπωσδήποτε υπεύθυνος τόσο για τις διαστροφές του όσο και για τις δόξες του.
Από την άποψη αυτή, είμαστε όλοι υπεύθυνοι για τον χιτλερισμό
και θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε κι εμείς
τα γενικά αίτια αυτού του αποκρουστικού λοιμού
που παραμόρφωσε την όψη της Ευρώπης.

3. Ο άνθρωπος στην Ευρώπη σήμερα
αισθάνεται μόνο μοναξιά και σιωπή διότι δεν μπορεί να επικοινωνεί
με τους άλλους ανθρώπους με βάση αξίες από κοινού.
Και επειδή δεν αισθάνεται πλέον ότι έχει την ασφάλεια του σεβασμού για τον άνθρωπο
–έναν σεβασμό που να στηρίζεται στις ανθρώπινες αξίες–
η μοναδική εναλλακτική του λύση είναι εάν στην μάχη θα είναι ο δήμιος ή το θύμα.
Αυτό είναι που διδάχθηκε η γενιά μου
και αυτή είναι η κρίσις ενώπιον της οποίας βρέθηκε και συνεχίζει να βρίσκεται.
Υποχρεωθήκαμε την κρίση αυτή να την αντιμετωπίσουμε
κάνοντας χρήση οποιασδήποτε αξίας κατάφερνε να μας κινητοποιεί,
δηλαδή με καμιά απολύτως αξία –εκτός από εκείνη που πηγάζει
από την συνείδηση του παραλόγου μέσα στο οποίο ζούμε.
Υποχρεωθήκαμε, άρα, να πολεμήσουμε αντιμετωπίζοντας τον τρόμο
δίχως παρηγόριες και βεβαιότητες.
Το μόνο που ξέραμε ήταν πως δεν μπορούσαμε να υποχωρήσουμε
στην κτηνώδη ισχύ που κατέκτησε κάθε γωνιά της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, δεν ξέραμε, στην κατάσταση στην οποία βρισκομασταν,
πώς να δικαιολογήσουμε αυτό το χρέος μας.
Και, επιπλέον, οι πιο συνετοί από εμάς αισθάνονταν
ότι δεν βρίσκουν καμιά αρχή συνειδήσεως
ώστε να αντισταθούν στην τρομοκρατία και να αρνηθούν τον φόνο ως μέσο.
Διότι αν κανένας δεν πιστεύει σε τίποτα, αν τίποτα δεν υπάρχει
που να δίδει ένα νόημα και σε τίποτα δεν καταφέρνουμε να βρούμε μιαν αξία,
τότε όλα επιτρέπονται
και τίποτε απολύτως δεν έχει σημασία!
Και τότε, δεν υπάρχει ούτε Καλό ούτε Κακό
–και, άρα, ο Χίτλερ δεν είχε ούτε δίκαιο ούτε άδικο.
Υπάρχει, κατ’ επέκτασιν, αυτός που στέλνει εκατομμύρια αθώους στα κρεματόρια
και υπάρχει κι ο άλλος που αφοσιώνεται στην θεραπεία των ασθενών.
Υπάρχει κάποιος που με το ένα του χέρι κομματιάζει αυτιά
και με το άλλο καταπραῢνει τον πόνο.
Υπάρχει αυτός που μοιράζεται τον οίκο του με τους μάρτυρες.
Υπάρχει αυτός που τιμά τους νεκρούς και αυτός που τους μεταχειρίζεται σαν σκουπίδια.
Έχουν όλες αυτές οι συμπεριφορές την ίδια αξία.
Και, εφόσον κάναμε την σκέψη πως τίποτε δεν έχει νόημα,
θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι δίκαιο έχει όποιος κάνει επιτυχία.
Αυτό είναι τόσο αληθινό που υπάρχουν ακόμα και σήμερα
αρκετοί ευφυείς αλλά σκεπτικιστές άνθρωποι που λένε ότι
αν σε αυτόν τον πόλεμο είχε κερδίσει ο Χίτλερ, τότε η ιστορία θα του είχε αποδώσει τιμές, και θα είχε καθαγιάσει το φοβερό βάθρο επί του οποίου αυτός θα είχε εξυψωθεί.
Αναμφίβολα, η ιστορία –με τον τρόπο που τώρα την καταλαβαίνουμε–
θα είχε καθαγιάσει τον Χίτλερ
και θα είχε δικαιολογήσει και την δολοφονία και την τρομοκρατία
ακριβώς όπως κι εμείς όταν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σκεφτεί πως
τίποτε δεν υπάρχει που να δίδει νόημα και να έχει σημασία.

4. Έτσι, οι άνθρωποι της γενιάς μου βρέθηκαν
–στον παρόντα κόσμο–
ενώπιον ενός διττού πειρασμού: του πειρασμού να σκεφτούν πως τίποτε δεν είναι αλήθεια και του πειρασμού να σκεφτούν ότι η εγκατάλειψη στην μοιραία πορεία της ιστορίας
είναι η μοναδική δυνατή αλήθεια
(και πολλοί έπεσαν στον έναν ή στον άλλον πειρασμό).
Και με την μέθοδον αυτή, ο κόσμος μένει στα χέρια των ανθρώπων της εξουσίας
και καταλήγει να κυριαρχείται από τον τρόμο.
Διότι εάν τίποτα δεν είναι αλήθεια ή πλάνη,
Καλό ή Κακό,
εάν η μοναδική αξία είναι εκείνη της αποτελεσματικότητας και του ρεαλισμού,
τότε ο μοναδικός κανόνας που πρέπει να τηρούμε είναι
εκείνος που μας επιβάλλει να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο αποτελεσματικοί,
με δυο λόγια να είμαστε οι πιο ισχυροί.
Και, συνεπώς, ο κόσμος δεν διαιρείται πλέον σε άδικους και σε δίκαιους
αλλά σε αφεντικά και σκλάβους.
Τότε, δίκαιο έχει όποιος είναι κυρίαρχος.
Δίκαιο έχει η σύζυγος του δεσμοφύλακα και άδικο το θύμα των βασανισμών.
Και τότε, οι «λογικοί» άνθρωποι αυτού του νέου κόσμου
είναι ο Γερμανός αξιωματικός που διατάζει το μαρτύριο και εκείνος που το εκτελεί
και τα S.S. που μετατρέπονται σε νεκροθάφτες.
Κοιτάξτε γύρω σας και αναρωτηθείτε εάν τα πράγματα δεν είναι ακόμη έτσι.
Είμαστε ακόμη πιασμένοι στην θηλιά της βίας και έχουμε στραγγαλιστεί από αυτήν.
Σε κάθε έθνος και γενικά στον κόσμο,
δυσπιστία, μνησικακία, πλεονεξία, απιστία για εξουσία
συγκροτούν ένα σκοτεινό και απελπισμένο σύμπαν,
στο οποίο κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να ζει
μέσα στα όρια του παρόντος
(μόνη η λέξη «μέλλον» αρκεί για να προκαλέσει όλα του τα άγχη)
στο έλεος αφηρημένων δυνάμεων,
άδειος και αποβλακωμένος από μια ζωή που την έζησε γρήγορα,
στερημένος από την αλήθεια της φύσεως, από κάθε ευφυή ψυχαγωγία
και από τις πιο απλές χαρές.
Ίσως εσείς –κάτοικοι αυτής της ευτυχισμένης Αμερικής–
Δεν το βλέπετε ή, ίσως, δεν σας είναι καθαρό.
Ωστόσο, οι άνθρωποι για τους οποίους μιλώ
είδαν για χρόνια αυτό το Κακό,
το αισθάνθηκαν στην σάρκα τους, το διάβασαν στα μάτια των προσώπων που αγαπούσαν.
Και από τα βάθη της προσβεβλημένης καρδιάς τους αναδύθηκε
μια τρομερή κίνηση εξέγερσης,
η επιτυχία της οποίας δεν είναι δυνατόν παρά να είναι ολοκληρωτική.
Βασανίστηκαν από πάρα πολλές τερατώδεις εικόνες και μνήμες
για να μπορούν να πιστέψουν ότι η σωτηρία θα είναι εύκολη.
Αισθάνονται, όμως, ταυτόχρονα πάρα πολύ βαθειά
τον τρόμο όλων αυτών των ετών για να μην θέλουν να τερματιστεί η τρομοκρατία.
Και εδώ είναι που το αληθινό τους πρόβλημα γεννιέται.

«ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ» - Άρθρο του Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«ΤΟ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ»

Αλμπέρ Καμύ

«L’ Express»
6 Δεκεμβρίου 1955
Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: Ο Μιχάλης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου απαγχονίστηκαν
από τους Βρεττανούς στις 10/5/1956. Το κείμενο αυτό πρέπει να διαβαστεί σε σχέση με τις ομιλίες του Καμύ
στην Σουηδία, σε συνάρτηση με τις εισαγωγές «ΞΕΝΟΥ», «ΚΑΛΙΓΟΥΛΑ», «ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗΣ», «ΔΙΚΑΙΩΝ» καθώς και με το σημείο περί «ένωσης» και «πηγών» στο μήνυμά του με τίτλο «19 ΙΟΥΛΙΟΥ: ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ». Πρέπει να προσεχθεί ιδίως η επιγραφή του έργου «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός»:
“Nemo habet in suo nisi”.


Εδώ και μερικές εβδομάδες, η επαναστατημένη Κύπρος έχει ένα πρόσωπο:
αυτό του νέου Κύπριου φοιτητή Μιχάλη Καραολή, καταδικασμένου
από τα βρεττανικά στρατοδικεία σε θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Πεθαίνει κανείς, και μάλιστα φριχτά, στο ευτυχισμένο νησί
που γεννήθηκε η Αφροδίτη.
Για μιαν ακόμη φορά, η σκοτεινή διεκδίκηση ενός λαού
για πολύ καιρό αφώνου, έπειτα φιμωμένου –από την στιγμή που ψάχνει να βρει τον τρόπο να εκφραστεί–, ξέσπασε σε τρομοκρατία.
Για μιαν ακόμη φορά, η τυφλή καταστολή προηγήθηκε της εξέγερσης.
Για μιαν ακόμη φορά, η δύναμη
που δήλωνε ότι κατ’ αρχάς ενδιαφέρεται για την τάξη,
υποχρέωσε να εγκατασταθούν τα δικαστήριά της και, ακόμα, εντατικοποίησε
μια καταστολή που δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να πολλαπλασιάσει
τους εξεγερμένους.
Έρχεται τότε η ώρα των μαρτύρων,
τόσο ακατάβλητων κι ακάματων όσο και η καταπίεση,
και που καταλήγουν να επιβάλουν σε έναν κόσμο
αδιάφορο την διεκδίκηση ενός λαού
ξεχασμένου από όλους εκτός από τον ίδιο.
Αλλά στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, αυτό το παλαιό δράμα
είναι πολύ πιο φριχτό διότι πρόκειται για δύο λαούς συμμάχους μεταξύ τους
και φίλους με τον δικό μας. Το ενδιαφέρον, όσο και η καρδιά,
απαιτούν όπως αυτά τα δύο έθνη συμφιλιωθούν με την παλιά τους φιλία.
Αντί γι’ αυτό, η κυβέρνηση της μιας
(η πιο δυνατή, είναι αλήθεια, αλλά η πιο θαυμαστή
λόγω της φιλελεύθερης παράδοσής της) κρεμά τα παιδιά της άλλης.
Εν τούτοις, η Αγγλία δεν αρνείται την νομιμότητα της Κυπριακής
διεκδίκησης ούτε ότι το 80% των κατοίκων της νήσου είναι Έλληνες
ούτε ότι οι ελεύθερες εκλογές θα έδιναν συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της Ένωσης.
Το μοναδικό της επιχείρημα, το οποίο εκτός των άλλων
υποστηρίχθηκε πριν από λίγο καιρό και από έναν Γάλλο συγγραφέα,
είναι στρατηγικής σημασίας: η Κύπρος είναι το προωθημένο αεροπλανοφόρο
της βρεττανικής και δυτικής δύναμης, Αλλά τί αξίζει
αυτό το επιχείρημά της από την στιγμή που το νησί είναι επαναστατημένο;
Αντί να πνιγεί αυτό το κίνημα στο αίμα (οπότε όλη η Ελλάδα
θα απειλήσει το αεροπλανοφόρο), θα ήταν καλύτερα να δεχθούν την λογική πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης η οποία προσφέρεται να εγγυηθεί τις βάσεις εάν ψηφιστεί η Ένωση.
Εν τέλει, υπάρχουν αλήθειες που αξίζουν όσο το σκυρόδεμα και το ατσάλι.
Από την θαυμαστή αντίστασή της
στους Ιταλούς και στους Γερμανούς κατακτητές, από την ανένδοτη άρνησή της
να υποταχθεί, η Ελλάδα απέδειξε σε όλο τον κόσμο ότι η φιλία της
ήταν μια βάση πολύ πιο στέρεη από όλες τις άλλες.
Δεν θα κρύψω, από την πλευρά μου, τον θαυμασμό
μου και την τρυφερή στοργή μου για αυτόν τον ελληνικό λαό,
τον οποίο (μαζί με τον ισπανικό) βλέπω ως έναν από αυτούς τους λαούς
τους οποίους η βάρβαρη Ευρώπη
θα έχει ανάγκη αύριο για να ξαναχτίσει έναν πολιτισμό.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό το αίσθημα
που με κάνει να σκεφθώ ότι η Αγγλία και η Δύση έχουν τα πάντα να κερδίσουν
αν το πρόβλημα της Κύπρου ρυθμιστεί προς την διεύθυνση της Ένωσης.
Οι Άγγλοι συντηρητικοί δεν αντιτάσσονται, στην πραγματικότητα, προς αυτή την διεύθυνση παρά διότι –αφού εγκατέλειψαν την Αίγυπτο
για να κρατήσουν το Σουέζ– δεν θέλουν να χάσουν την πρόσοψη.
Αλλά θα χάσουν πολύ περισσότερα από την πρόσοψη
εάν η διατήρηση –εξ ανάγκης προσωρινή– της σημερινής κατάστασης
πρέπει να πληρωθεί με την δολοφονία ενός παιδιού.
Η εποχή των αυτοκρατοριών τελειώνει,
αυτή των ελευθέρων κοινοτήτων αρχίζει,
στην Δύση τουλάχιστον.
Ας ξέρουμε να το αναγνωρίσουμε
και να διευκολύνουμε αυτό το μεγάλο μέλλον αντί να του συντρίψουμε τον σβέρκο.
Αφού διεξάγονται διαπραγματεύσεις, η βρεττανική κυβέρνηση έχει τελικά
την ευκαιρία να τους δώσει μιαν εποικοδομητική συνέχεια,
απαλλάσσοντας τον νεαρό καταδικασμένο.
Είναι τόσο οι φίλοι της Αγγλίας όσο και του ελληνικού λαού
που της ζητούν να σώσει κατ’ αρχάς τον Μιχάλη Καραολή
και, κατόπιν, να του επιστρέψουν ένα τμήμα
της ιστορίας του των 3.000 ετών.

''Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ'', ραδιοφωνική ομιλία του Αλμπέρ Καμύ, μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

«Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ: απόψε η αυλαία ανοίγει για τον Ρενέ Σαρ»

Ραδιοφωνική εκπομπή, 1948


Σημείωση του μεταφραστή Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου: η ομιλία αυτή του Αλμπέρ Καμύ πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό με την ενότητα περί «ηλιακής σκέψεως» του Επαναστατημένου Ανθρώπου, με το συμπέρασμα της διπλωματικής του εργασίας «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός» περί πηγών νεότητας και σε σχέση με το άρθρο του με τίτλο «Μνήμες μιας ειδυλλιακής Γερμανίας, υλικό για εικονογράφηση από τον Μποτιτσέλλι»


Το στεγνό, δίχως υγρασία φως δημιουργεί –καθώς ξέρουμε από τον Ηράκλειτο– την πιο συνετή και καλή ψυχή.
Βρισκόμαστε τώρα στην εποχή των υγρών ψυχών.
Η οσμή από το κελάρι που συγκεντρώνεται στις κατεστραμμένες πόλεις απειλεί να μας καλύψει, ερχόμενη σε επαφή ήδη με όλα όσα δημιουργεί η Ευρώπη.
Στην πλειοψηφία των έργων μας το δένδρο έχει εξαφανιστεί, η γυναίκα έχει χάσει τον αυτοσεβασμό της. Όλα τα παράθυρα είναι κλειστά.
Δίχως την εξέγερσή μας, σύντομα θα επικρατήσει η μοναχική νύχτα με τα τυφλωμένα μάτια, αυτή για την οποία μίλησε ο Εμπεδοκλής.
Εδώ, όμως, μιλά η εξέγερσή μας.
Μια μεγάλη φωνή, της οποίας η παντοτινή μοναχικότητα διασώζει την δική μας μοναξιά, πάει να υψωθεί.
Στην στείρα ψυχή της ποίησής μας, ένας ποταμός με μεγάλες καταβολάδες προαναγγέλλει τελικά εποχές γονιμότητας.
Ο René Char μιλά έχοντας πλήρη επίγνωση των γεγονότων: η ποίηση σαπίζει από τα σκουλήκια, από τα έργα αντιγραφής, από τα διατηρημένα υπολείμματα, από τα καμμένα μεταλλεύματα, σχέδια και οραματισμούς που νοθεύονται.
Θα ήταν υγιές να κάψουμε, δίχως καθυστέρηση, αυτούς τους καλλιτέχνες.


Θα ‘λεγε κανείς ότι ο Ρεμπώ υπήρξε ο πρώτος που έριξε φως σε αυτές τις ψηλές, σμιλευμένες και ζωοδότριες φωτιές στην χλόη, φωτιές που ευωδιάζουν τον άνεμο και τροφοδοτούν την χώρα. Είναι νέος αλλά η έξοχη καινοτομία του προέρχεται από το παρελθόν.
Είναι αυτή του ήλιου του μεσημεριού, των τρεχούμενων νερών, του ζευγαριού, του μυστηρίου της φύσης, του άρτου και του οίνου –και της ανεξάντλητης ομορφιάς.
Είναι καινούργια σαν την Ελλάδα, έδαφος αξιόπιστο, όπως αυτοί οι Προσωκρατικοί που επιβεβαιώνουν την τραγική αισιοδοξία.
Μόνη ζωντανή μεταξύ των επιζώντων, αρχίζει εξαρχής, διαρκεί η σπάνια παράδοση της σκέψης του μεσημεριού (pensée du midi).
Ο Σαρ γεννήθηκε σε αυτό το φως από την αλήθεια.
Και είναι βαθύτατα σημαδιακό ότι τα λόγια της αποκατάστασης πηγάζουν από αυτή την υπερήφανη και τρυφερή απαρχή, πένθιμη και σπαραχτική στις βραδιές της, πρόσωπο νεαρό σαν τον κόσμο στις αυγές του και ο οποίος κρατάει –όπως όλες οι χώρες της Μεσογείου– τις πηγές της ζωής όπου η Ευρώπη, εξαντλημένη και ντροπιασμένη, θα επιστρέψει μιαν ημέρα για να βρει στέγη.
Ο ήλιος της ποίησης του Σααρ έχει αποφύγει την στρυφνότητα.
Στις δύο το μεσημέρι, όταν και υπάρχει στην εξοχή η πιο μεγάλη ζέστη, μια μαύρη ανάσα την υπερκαλύπτει αλλά αυτή η ματιά λάμπει από μόνη της και, στο ποίημα, αυτό το μαύρο τοπίο στερεοποιεί γύρω του αχανείς αμμουδιές φωτός όπου τα πρόσωπα ξεγυμνώνονται.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η δυσνόητη ποίηση του Σαρ μοιάζει να είναι μια ορμητική συμπύκνωση της εικόνας, μια πήξη της σάρκας όπου η ισχνή φαντασία μας δεν μπορεί να διαπεράσει ούτε καν με την χρήση της αφαίρεσης.
Το μεσημέρι βρίσκει εδώ την θέση του, ακριβώς στο κέντρο, καθώς και στον χείμαρρο των εγκάρδιων εικόνων που κατακλύζουν την μυστηριώδη καρδιά του.
Το φως της Vaucluse –πατρίδα του Σααρ– αποτελείται, όμως, από υγρασία και αέρα.
Αυτή η χώρα δεν έχει την εξαίσια ακινησία και ξηρασία των εκτάσεων της Αφρικής ή της Ισπανίας.
Ένας επιβλητικός άνεμος διαποτίζει τον ουρανό της, κάνοντας να γεμίσει το Luberond με έναν ήχο νερού φρέσκο και θορυβώδη.
Περίεργος και καθαρός ποταμός ο Sorgue (με πράσινα και κρυστάλλινα νερά), κάνει τα εδάφη εύφορα.
Όλα αναμειγνύονται εδώ με τις δυνάμεις της φύσεως και είναι με την γύμνια αυτής της ξάστερης αντίφασης ως προς το σημείο στήριξης –και δημιουργίας ακόμα– που ο Σαρ βρίσκει την πιο μυστήρια έμπνευσή του, δίνοντας ζωή σε ένα προς ένα αυτά τα ηλιακά πνεύματα που καυτηριάζουν και εξαγνίζουν τα έλκη του κόσμου.
Ήταν, οπωσδήποτε, απαραίτητες αυτές οι πηγές του Sorgue, βαθειές και φρέσκες, για να μιλήσει ο Σαρ για τον έρωτα.
Ο Σαρ, περνώντας από τον σουρρεαλισμό, κράτησε ό,τι το καλύτερο.
Κάποια μέρα στους σουρρεαλιστές θα δοθεί ο ορισμός ότι ήταν οι τελευταίοι συγγραφείς που τόλμησαν να προφέρουν την λέξη «έρωτας» όπως έπρεπε.
Και ο Σαρ, επί μακρό χρόνο, θα αναφέρεται με τον επιφανή τύπο του συντετριμμένου του ποιήματος. Σας αρέσει αυτή η μεταστροφή;
Διότι πρόκειται όντως να μεταστραφεί ο Σαρ –και να προσθέσει, στον έρωτα που διατρέχει το σύνολο του έργου του, έναν τόνο τρυφερότητας επιπρόσθετο στην αρρενωπότητά του.
Αυτό δεν λαμβάνει πλέον χώρα το μεσημέρι, κάθετη ώρα που μας κάνει να σκεπτόμαστε, αλλά το βράδυ σε αυτές τις θερμές νύχτες της Vaucluse όπου ο Γαλαξίας κατέρχεται δύοντας μέχρι τις εστίες φωτός της κοιλάδας που συγχέουν όλα τα πράγματα, τοποθετώντας τα χωριά στον ουρανό και τους αστερισμούς στα βουνά. Κατοικημένες από αυτές τις εστίες φωτός, είναι οι νύχτες του έρωτα.
Η καρδιά μου επίσης είναι μια πηγή που αναβλύζει, όπως ξέρουμε από τον Νίτσε.
Θα μας ξαλάφρωνε, άραγε, αν γιατρεύαμε τα λάθη μας καθισμένοι στο τραπέζι με ψωμί και κρασί να μας συνοδεύουν; Είναι, άλλωστε, τα λόγια του ποιητή.
Ο Σαρ, όμως, μπορεί να θεραπεύσει και να πάρει την θέση του προσφέροντας πνευματική τροφή, πέραν από κάθε δόγμα –και με την απόλαυση της φιλίας του.
Αυτός ο εξεγερμένος ξεφεύγει από το πεπρωμένο τόσων πολλών επαναστατημένων ανθρώπων που κατέληξαν αξιωματικοί της αστυνομίας και, άρα, θα εγείρεται και θα υψώνεται πάντοτε πάνω από εκείνους που αποκαλεί «τα λαγωνικά της γκιλοτίνας».
Δεν επιζητά την τροφή των φυλακών ούτε τα τρομαχτικά κηρύγματα μίσους.
Θα έλεγε κανείς ότι για αυτόν η τροφή είναι η ελευθερία που έχει καλύτερη γεύση, τελικά, για τον άστεγο περιπλανώμενο παρά για τον κατήγορο..
Για τον λόγο αυτό, με τον θαυμασμό με τον οποίο μας λαμπρύνουν μερικοί ανάμεσά μας, αυτές οι αδελφικές, ζεστές καλοκαιρινές ημέρες συνενώνονται εκεί όπου ο άνθρωπος παράγει τους καλύτερους καρπούς του.
Τί άλλο να απαιτήσει κανείς σήμερα από έναν ποιητή;
Στο μέσο των διασκορπισμένων ακροπόλεών μας, εδώ υπάρχει τροφή και η γυναίκα και η ανδρειωμένη η ελευθερία.
Στην έρημο του χρόνου, συλλέγοντας αυτά τα αληθινά πλούτη, η Ομορφιά τελικά υψώνεται υπεράνω αυτών για τα οποία κάποτε είχαμε την δίψα της ελπίδας.
Καθώς αφήνει αυτά τα «Φυλλάδια του Ύπνου-Feuillets d’ Hypnos», ακραία σαν τα όπλα των ανυπάκοων και βρεγμένα στο αίμα των δεσμών του αγώνα, την αναγνωρίζουμε ως αυτήν που είναι: όχι ως την ομορφιά που εξασθενεί από τον ακαδημαϊσμό αλλά ως την ομορφιά όπου μπορούμε οριστικά να ζήσουμε, πορφυρογέννητη, να πηγάζει από ένα αλλόκοτο βάπτισμα, στεφανωμένη από αστραπές.
Μέσα στην μάχη, με τα όπλα ακόμα στο χέρι, ιδού ένας ποιητής που τόλμησε να μας φωνάξει: Μέσα στο σκότος δεν υπάρχει χώρος για την Ομορφιά. Όλος ο τόπος υπάρχει για χάρη της Ομορφιάς.
Και από την στιγμή εκείνη, κάθε ποίημα του Σαρ χάραξε έναν δρόμο ελπίδας, παρόμοιο με εκείνες τις πυρκαϊές που ο ίδιος ανακάλυψε από το αεροπλάνο του, πετώντας στην Αφρική, ότι οι σύντροφοί του στην Αντίσταση/Maquis είχαν ανάψει αλυσιδωτά ως την θάλασσα για να χαιρετήσουν τον αδελφό τους και την νίκη που πλησίαζε, δείχνοντας πάνω από τις κατεχόμενες ακόμα κοιλάδες τον δρόμο που φωτίζει την ελευθερία.
Και η ίδια αυτή μοναχική φωνή συνοδεύει σήμερα την δύσκολη πλεύση μας και μιλά αδιάκοπα για μιαν Ιθάκη όπου θα φθάσουμε, παρά τις επιθέσεις, και όπου θα ξαναβρούμε την απλή χαρά να είμαστε άνθρωποι.
Αφυπνιστής!
Να η λέξη που ταιριάζει στον Σαρ.
Θα αντέξουμε, όπως μας το ζητά. Θα αντέξουμε, εν τέλει, και θα μείνουμε πιστοί.
Αλλά με έργα σαν και αυτό και με ανθρώπους σαν κι αυτόν είναι που θα ζητήσουμε κάποιες φορές να τους αξιοποιήσουμε και να γίνουν ελπιδοφόροι ταγοί, τιμώντας την εποχή μας.

«ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19 ΙΟΥΛΙΟΥ» - Μήνυμα του Αλμπέρ Καμύ, Μετάφραση Χρήστου Π. Παπαχριστόπουλου

Μετάφραση: Χρήστος Π. Παπαχριστόπουλος
Copyright© Christos P. Papachristopoulos

Σημείωμα του μεταφραστή: το άρθρο αυτό πρέπει να αναγνωστεί σε συνδυασμό
με την Λειτουργία στην πόλη Κάδιξ
του θεατρικού έργου «Εξέγερση υπό το κράτος της πολιορκίας»,
την ομιλία του συγγραφέα με τίτλο «Η σκέψη του μεσημεριού»,
το δοκίμιο «Η εξορία της Ελένης»,
και, τέλος, τις παραπομπές περί «κατάθεσης», περί «μύησης στις πηγές της νεότητας»
και περί των ληκύθων του Παρθενώνος και των πόλεων του Μεγ. Αλεξάνδρου
όπως περιέχονται στο έργο «Χριστιανική Μεταφυσική και Νεοπλατωνισμός»

«ΜΙΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ: 19 ΙΟΥΛΙΟΥ»

Αλμπέρ Καμύ

Μήνυμα προς του νέους Ισπανούς συγγραφείς


Στις 19 Ιουλίου 1936 ξεκίνησε από την Ισπανία ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο πόλεμος αυτός είχε παντού θετική έκβαση, πράγματι, εκτός από την Ισπανία.
Το πρόσχημα για να μην ολοκληρωθεί ομαλά και με ασφάλεια υπήρξε η ηθική υποχρέωση, το επιβεβλημένο καθήκον της Ισπανίας να προετοιμαστεί για τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτή η πρόφαση συνοψίζει την τραγωδία της Ρεπουμπλικανικής, προεδρικής Δημοκρατίας της Ισπανίας η οποία είδε να της επιβάλουν τον εμφύλιο πόλεμο αλλά και τον εισαγόμενο από το εξωτερικό πόλεμο εναντίον της από εξεγερμένους στρατιωτικούς ηγέτες στασιαστών. Και σήμερα εξακολουθεί να βλέπει τους επικεφαλής της αρχηγέτες να εδραιώνονται και να επιβάλονται με την βία στο εσωτερικό της στο όνομα του πολέμου από το εξωτερικό.
Επί μια 20ετία, ένας σκοπός από τους πιο ορθολογικούς και δίκαιους σε σύγκριση με την διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής διαστρεβλώθηκε, παραποιήθηκε, αλλοιώθηκε και, ορισμένες φορές, προδόθηκε από τα πλέον πανίσχυρα συμφέροντα του κόσμου, τα αφιερωμένα στην λατρεία και στην διεκδίκηση της εξουσίας και της ισχύος.
Ωστόσο, ο αντικειμενικός σκοπός, το αίτιο για χάρη του οποίου υπάρχει το Ρεπουμπλικανικό, προεδρικό και Δημοκρατικό πολίτευμα υπέρ του λαού είναι –και πάντα ως τέτοιο θα αναγνωρίζεται– ο σκοπός της ειρήνης, η επιδίωξή της. Αυτή είναι, δίχως αμφιβολία, η αιτιολογία.
Δυστυχώς, ο κόσμος δεν έπαψε να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση από τις 19 Ιουλίου 1936 και η Ισπανική Δημοκρατία, κατά συνέπειαν, δεν σταμάτησε να προδίδεται και να γίνεται με κυνισμό αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Αυτό, όμως, ίσως είναι μάταιο να κάνουμε να το συνειδητοποιήσουν και να το αντιληφθούν οι κυβερνήσεις, όπως το κάναμε άλλες φορές όντας πιστοί στο πνεύμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης.
Μια κυβέρνηση, εξ ορισμού, δεν έχει επίγνωση.
Ασκεί, μερικές φορές πολιτική –κι αυτό είν’ όλο.
Ίσως ο ασφαλέστερος τρόπος, τελικά, για να κάνω μιαν έκκληση υπέρ της Ισπανικής Δημοκρατίας να μην είναι να πω ότι εξοργίζομαι και αγανακτώ όταν οι δημοκρατίες σκοτώνουν για δεύτερη φορά εκείνους που πολέμησαν και πέθαναν ήδη στο παρελθόν για χάρη της ελευθερίας μας, υπέρ της ελευθερίας όλων.
Αυτή η κραυγή που αποτελεί την γλώσσα της αλήθειας
είναι μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Ο ορθόδοξος τρόπος θα ήταν ίσως να πω ότι, εάν η διατήρηση του Φράνκο στην εξουσία δεν εξηγείται παρά μόνον από την αναγκαιότητα να εγγυηθούμε κατηγορηματικά την άμυνα της Δύσεως, τότε δεν δικαιολογείται καθόλου και από τίποτε απολύτως.
Εφόσον οι Δυτικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να μην υπολογίσουν και να μην λάβουν υπόψιν τους τίποτε άλλο εκτός από τις «αντικειμενικές, ρεαλιστικές πραγματικότητες» της ρεάλ-πολιτίκ, μπορούμε να τις ενημερώσουμε
ότι οι ακλόνητες πεποιθήσεις και τα φρονήματα ενός τμήματος της Ευρώπης επίσης συναποτελούν, συγκροτούν την πραγματικότητα και ότι δεν θα καταστεί δυνατόν να αρνηθούν αυτά τα «πιστεύω»
για χάρη των στόχων που σκόπιμα επιδιώκουν.
Οι κυβερνήσεις του 20ου αιώνα έχουν έμφυτη μιαν ατυχή ροπή να νομίζουν ότι η γνώμη και οι συνειδήσεις είναι δυνατόν να διακυβερνηθούν και να διευθυνθούν όπως οι δυνάμεις του φυσικού κόσμου.
Και είναι δεδομένο, σίγουρα, ότι κατόρθωσαν να αποδώσουν στις προσωπικές αντιλήψεις και στις συνειδήσεις μια συγκλονιστικά τρομακτική ελαστικότητα, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της προπαγάνδας και του τρόμου.
Εν τούτοις, υπάρχει σε όλα τα πράγματα ένα όριο –και στην ευλυγισία των απόψεων το όριο είναι το άτομο.
Υπήρξε, βέβαια, στο παρελθόν η δυνατότητα να μυηθεί ο επαναστατημένος άνθρωπος στα απόκρυφα και απόρρητα μυστικά της συνείδησης
έως του σημείου να υψωθεί σε τέτοιον βαθμό που να φθάσει να οργανώσει και να πραγματοποιήσει πραξικοπηματικά το άθλιο εγχείρημα της τυραννίας.
Η ίδια η άσκηση αυτής της τυραννίας, ωστόσο, αποκαλύπτει αυτήν την μυσταγωγική διαδικασία αποκρυφισμού/mystification.
Και για τον λόγο αυτό η επαναστατημένη συνείδηση εξεγείρεται εκ νέου
και επιστρέφει στην αρχέγονη πηγή
από την οποία έλκει την καταγωγή.
Από μιαν άλλη οπτική πλευρά, υπάρχει πλέον η δυνατότητα
να αναχθεί σε επίπεδο μυσταγωγίας
και το ιδανικό της ελευθερίας
καθώς οι πολιτείες και τα άτομα διδάχθηκαν τα μυστικά της πάλης και του αγώνα ενώ οι κυβερνήσεις τους παραδίδονταν.
Μπορούμε τώρα να καρτερούμε αυτές τις πόλεις ή πολιτείες
και να τις παροτρύνουμε να παραδεχθούν ολοένα και περισσότερες σοβαρές δεσμεύσεις.
Φθάσαμε, όμως, σε ένα όριο όπου καθίσταται αναγκαίο, επιτέλους, να ανακοινώσουμε δημοσίως και με ευκρίνεια ότι δεν θα επιτρέψουμε άλλο την εκμετάλλευση των ελευθέρων συνειδήσεων: αντιθέτως, θα καταστεί απαραίτητο να δώσουμε μάχη για να προασπίσουμε την ελευθερία της συνείδησης.
Το όριο, για εμάς τους Ευρωπαίους που έχουμε αποκτήσει επίγνωση της μοίρας, του πεπρωμένου και των αληθειών μας, είναι η Ισπανία και οι ελευθερίες της.
Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, είναι –υπό τις συνθήκες αυτές– ένα όριο που δεν πρόκειται να το υπερβούμε.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, τραφήκαμε με τον άρτο της ήττας και της ντροπής. Την ημέρα της απελευθέρωσης, στον κολοφώνα της ύψιστης ελπίδας, διδαχθήκαμε επιπρόσθετα ότι και η νίκη προδόθηκε εξάλλου –και ότι έπρεπε να παραιτηθούμε από ορισμένες ψευδαισθήσεις μας.
Από ορισμένες;
Δίχως αμφιβολία, ναι (ύστερα, στο κάτω-κάτω και σε τελική ανάλυση, δεν είμαστε παιδιά).
Μα, εν τούτοις, όχι από όλες, όχι από την πλέον ουσιώδη πίστη μας που συνιστά το βαθύτερο πιστεύω μας.
Στο όριο αυτό στο οποίο έχουμε καταλήξει, η Ισπανία είναι αυτή η οποία, σε κάθε περίπτωση, μας βοηθά να βλέπουμε με καθαρή ματιά. Καμιά μάχη δεν θα είναι δίκαια εάν στραφεί, ντε φάκτο, κατά της Ισπανικής πολιτείας.
Και αν κανείς της επιτεθεί, θα της επιτεθεί δίχως εμάς.
Ούτε η Ευρώπη, ούτε η κουλτούρα δεν θα είναι πια ελεύθερες εάν η Ισπανική πολιτεία υποδουλωθεί. Και αν ακόμα υποδουλωθεί, αυτή η δουλεία θα μας βρει αντίθετους.
Ο ευφυής ρεαλισμός των πολιτικών της Δύσης θα καταφέρει τελικά να κερδίσει 5 Ισπανικά αεροδρόμια και 3000 κρατικούς αξιωματούχους για να τους προσφέρει θυσία στον σκοπό που έχει θέσει καθώς και να κατακτήσει εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίους.
Αργότερα, αυτές οι πολιτικές ιδιοφυΐες θα δέχονται συγχαρητήρια τηλεγραφήματα εν μέσω των ερειπίων… εκτός και αν οι ρεαλιστές καταλάβουν πράγματι την γλώσσα του ρεαλισμού και κατανοήσουν , εν ολίγοις, ότι ο καλύτερος σύμμαχος της Σοβιετικής Ρωσσίας δεν είναι σήμερα ο Ισπανικός Κομμουνισμός αλλά ο ίδιος ο στρατηγός Φράνκο και όσοι τον υποστηρίζουν και τον χρηματοδοτούν στην Δύση.
Πιθανόν να είναι άχρηστα αυτά τα λόγια αλλά υπάρχει ακόμα πεδίο για την ελπίδα.
Καμιά ήττα δεν θα είναι οριστική όσο η Ισπανική πολιτεία θα διατηρεί ακμαίο το μαχητικό της σθένος.
Ίσως είναι παράδοξο αλλά είναι η υποταγμένη πολιτεία που λιμοκτονεί από την πείνα, πολιορκημένη, αυτή που αποτελεί τον φρουρό της ελπίδας μας.
Ας φροντίσουμε να σκεφτούμε καλά ότι στην δημοκρατία ο Σκοπός μεταλλάσσεται και είναι φορέας μικροβίων.
Ας προσέξουμε να σκεφτούμε καλά ότι η Ευρώπη υποφέρει από τις ωδίνες του τοκετού –και αγωνίζεται.
Από την Ανατολή έως την Δύση η Ευρώπη δίνει μάχη κατά των ιδεολογιών.
Ίσως η Ευρώπη (με την οποία η Ισπανία μοιράζεται πολλά κοινά) να έχει βυθιστεί σε τόσο άθλια κατάσταση επειδή απομακρύνθηκε από όλα όσα αντιπροσώπευε
ώσπου εμφανίστηκε –πηγή γενναιόδωρη της ζωής–
η επαναστατημένη σκέψη, μια σκέψη στην οποία
η δικαιοσύνη και η ελευθερία βρίσκονται σε μιαν ένωση σεξουαλική,
εξίσου απομακρυσμένες από τις αστικές φιλοσοφίες και τον καισαρικό σοσιαλισμό.
Οι πολιτείες στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Γαλλία
κρατάνε κρυφά τα μυστικά που άντλησαν χάρη στην μύησή του
σε αυτό το είδος σκέψεως. Και θα εξακολουθήσουν να τα κρατούν, προκειμένου να τους φανούν χρήσιμα όταν φθάσει η στιγμή να ξαναεμφανιστεί.
Τότε, η 19η Ιουλίου 1936 θα ανήκει και πάλι στις ημερομηνίες της δεύτερης επανάστασης του αιώνα∙ ημερομηνία που έχει την αρχή, την ρίζα της στην Παρισινή Κομμούνα που βρίσκεται πάντοτε πίσω από την εμφάνιση της ήττας αλλά δεν έχει ακόμα πάψει να συνταράσσει τον κόσμο… και όταν πάψει, θα πάει τον κόσμο πολύ πιο πέρα απ’ όπου μπόρεσε να τον φέρει η Ρωσσική Επανάσταση το 1917.
Καθώς διατηρήθηκε στην ζωή από την Ισπανία –και από το πνεύμα της ελευθερίας, γενικότερα– η Παρισινή Κομμούνα θα αποδώσει πίσω μια μέρα σε μας μιαν Ισπανία και μιαν Ευρώπη.
Και, μαζί μ’ αυτές, θα μας αναθέσει και ένα νέο έργο, ώστε να δώσουμε μάχες στον ξάστερο ουρανό.
Αυτό, τουλάχιστον, συνιστά την ελπίδα μας και τον λόγο της πάλης μας.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε, ασφαλώς, πως αν 20 χρόνια δεν σημαίνουν πολλά όταν κανείς παρατηρεί την Ιστορία, τα 20 χρόνια που ζήσαμε και πέρασαν ήταν σκληρά, με ένα τρομερό βάρος για αρκετούς Ισπανούς στην σιωπή της εξορίας.
Υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αναφερθώ εκτενώς, έχοντας ήδη πει τόσο πολλά: πρόκειται για την ενθουσιώδη επιθυμία μου να τους δω να επανακτούν αυτή την γη που είναι τόσο μοναδική και ξεχωριστή όταν απλά μετρηθεί.
Αισθάνομαι την πίκρα που θα νιώθουν εάν μιλώ αποκλειστικά για αναμετρήσεις και για νέες μάχες… αντί να τους μιλώ για την αληθινή ευτυχία, την οποία δικαιούνται.
Ό,τι μπορούμε να κάνουμε, όμως, για να δικαιολογήσουμε τόσην οδύνη και τόσο πολλούς θανάτους είναι να διατηρήσουμε μέσα μας την ελπίδα, να προσπαθήσουμε να μην αποβούν εις μάτην αυτές οι ελπίδες καθώς και ότι αυτοί που πέθαναν δεν πέθαναν μόνοι.
Αυτά τα 20 ήσυχα χρόνια χρησίμευσαν στο έργο πολλών ανθρώπων∙ και άλλους, στο μεταξύ, τους σφυρηλάτησαν, αυτούς για τους οποίους η μοίρα και το πεπρωμένο έπρεπε πρώτα να αποκτήσει σκοπό και αιτία.
Όσο διαρκεί αυτό είναι που εμφανίζονται οι πολιτείες και οι πολιτισμοί.
Σε έσχατη ανάλυση, χάρη σε σας τους Ισπανούς, χάρη στην Ισπανία εν μέρει οφείλεται ότι μάθαμε να επιμένουμε και να δεχόμαστε το δικαίωμα στην ελευθερία δίχως να υπολογίζουμε τον θάνατο.
Για την Ευρώπη και για μας, τους Γάλλους, ακόμα και χωρίς αυτό να είναι γνωστό, εσείς ήσασταν και είστε οι διδάσκαλοι της ελευθερίας.
Το δικαίωμα στην ελευθερία δεν εξαντλείται αλλά απαιτεί από εμάς να το μοιραστούμε υπεύθυνα μαζί σας, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής μας.
Αυτή είναι η δική σας αιτία και δικαιολογία δράσης.
Ανακάλυψα στην ιστορία, εφόσον έχω την ηλικία ανδρός, πολλούς νικητές με απεχθές και μισητό πρόσωπο… επειδή διάβασα σε αυτούς την περιφρόνηση και την μοναξιά. Και δεν σημαίνει πως δεν άξιζαν τίποτα όταν δεν επικρατούσαν: απλά για να υπάρξουν, ήταν αναγκαίο για αυτούς να σκοτώσουν και να υποδουλώσουν.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη φυλή ανθρώπων που μας βοηθά να αναπνέουμε, που δεν ανακαλύπτει την ατομική ύπαρξη και την ελευθερία πουθενά αλλού
παρά μόνο στην ευτυχία και στην ελευθερία του συνόλου
και που μπορεί, άρα, εώς την τελική ήττα να βρει αιτίες για να ζήσει
και λόγους για να αγαπήσει.
Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν θα μείνουν μόνοι.